«Μαμά, μπαμπά, ο άνθρωπος για τον οποίο σας είχα μιλήσει. Νιώθω τόση χαρά που σας τον γνωρίζω. Σας έχω πει ήδη κάποια πράγματα γι’ αυτόν. Για τον χαρακτήρα του, για το πόσο τίμιος είναι, παρά το γεγονός ότι η ζωή του τα έφερε τόσο δύσκολα και κυρίως για το πόσο καλά μου ‘χει φερθεί. Για το πόσο καλά περνάμε παρέα.» Και κάπου εκεί το χάος επικράτησε. Φωνές μπερδεμένες κι ανάμεσά τους κάτι «Θα μας πεθάνεις με αυτά που κάνεις» και «Τι θα πουν, μωρέ, οι γείτονες;».

Μα γιατί όλος αυτός ο πανικός, λογικά θα αναρωτιέσαι. Τι το κακό έκανε πια αυτό το παιδί; Έναν άνθρωπο γνώρισε στους δικούς του, και μάλιστα, αν κρίνουμε απ’ τον πρόλογο, μάλλον επρόκειτο και για άτομο αξιόλογο. Ούτε εγκληματίας ακούστηκε να ‘ναι ούτε κακοποιό στοιχείο. Η αιτία του πανικού αυτού κρύβεται πίσω από μια λεπτομέρεια την οποία εσκεμμένα παρέλειψα να αναφέρω. Μια λεπτομέρεια που και το παιδί αυτό μάλλον εσκεμμένα παρέλειψε να αναφέρει στους δικούς του πριν την κρίσιμη στιγμή της γνωριμίας. Ήθελε, βλέπεις, να πιστεύει ότι όλα τα θετικά στοιχεία τα οποία είχε αναφέρει, θα έκαναν τους γονείς του να μη δουν καν κάτι τόσο ασήμαντο. Όχι να μην το δουν με τα μάτια, αυτό δε θα ήταν λογικό. Να μην το δουν, όμως, με τα μάτια της ψυχής τους. Γιατί για το παιδί αυτό δεν ήταν καν άξιο αναφοράς ότι ο άνθρωπος, για τον οποίο τόσα τους είχε πει, δεν ήταν απ’ τον τόπο τους.

Ζούμε σε μία χώρα η οποία αυτή τη στιγμή είναι κέντρο μετανάστευσης. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία δημοσιευμένα απ’ την υπηρεσία ασύλου, πάνω από 250.000 άνθρωποι έχουν μείνει για κάποιο καιρό στη χώρα μας απ’ τις αρχές του 2014 έως και σήμερα. Προσοχή. Όχι έχουν περάσει. Έχουν εγκατασταθεί εδώ, έστω για κάποιο χρονικό διάστημα. Υπάρχουν περιοχές και πόλεις στην Ελλάδα στις οποίες αυτή τη στιγμή υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που ‘χουν έρθει εδώ για μία καλύτερη ζωή, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα ο αριθμός αυτός αγγίζει τον αριθμό τον ίδιων των κατοίκων της πόλης.

Οι άνθρωποι αυτοί, για όσο καιρό μένουν εδώ, ψωνίζουν στα ίδια μαγαζιά με εμάς, κινούνται στους ίδιους χώρους, πηγαίνουν στα ίδια σχολεία και –όταν τους δίνεται η ευκαιρία– δουλεύουν στις ίδιες δουλειές. Βρίσκονται με άλλα λόγια στην καθημερινότητά μας. Είναι λογικό, λοιπόν, ότι μπορεί κάποια στιγμή να δημιουργηθεί μια οποιουδήποτε είδους σχέση -φιλική ή ερωτική, καμία σημασία δεν έχει. Σημασία έχει το για ποιο λόγο να ‘σαι αρνητικός σε κάτι τέτοιο και για ποιο λόγο να παθαίνεις σοκ κάθε φορά που ακούς ότι όντως συνέβη.

«Εγώ δεν είμαι ρατσιστής. Δε με ενοχλούν και δε τους ενοχλώ». Να μία φράση που έχω ακούσει πολύ περισσότερες φορές από ό,τι αντέχει το στομάχι μου να ακούει από άτομα που δηλώνουν «όχι ρατσιστές»! Βάλε δύο λεπτά τη λογική σου να δουλέψει κι ίσως και να καταλάβεις ότι το να λες πως είσαι ok με κάποιον αρκεί να «μη σε ενοχλεί», να μη διασταυρώνεται η ζωή του με τη δική σου δηλαδή, δε σε κάνει αντιρατσιστή, δειλό σε κάνει! Έχε τα κότσια να παραδεχτείς και κυρίως να υπερασπιστείς τη γνώμη σου! Έχε τη δύναμη και βρες τα επιχειρήματα τα οποία θα πείσουν για το γιατί η παρουσία ενός άλλου ανθρώπου στη ζωή σου θα σε έκανε να νιώσεις άβολα.

«Εγώ δεν είμαι ρατσιστής.» Σκέτο το έθεσες αυτή τη φορά, χωρίς κάποιο ηλίθιο περιορισμό να ακολουθεί την πρότασή σου κι ειλικρινά πολύ το χάρηκα. Άσε με, όμως, να σου πω μια μικρή ιστοριούλα απ’ τη ζωή μου, που αλήθεια σου λέω με επηρέασε πολύ κι αν στο τέλος της ιστορίας μου ακόμα δηλώνεις όχι ρατσιστής, εγώ θα σου δώσω το χέρι και θα σε παραδεχτώ μπροστά σε όλους.

Τραπέζι στο σπίτι της γιαγιάς μου, μαζεμένοι τέσσερις-πέντε απ’ το σόι μου, είχαμε πιάσει την επίμαχη κουβέντα. Μεταναστευτικό. Όλοι αυτοί οι καινούριοι άνθρωποι γύρω μας. Μένουμε κι εμείς σε μία από αυτές τις περιοχές με τον ίσο αριθμό κατοίκων με αριθμό μεταναστών. Γυρνάει, που λες, κάποια στιγμή η γιαγιά –80 χρονών παραδοσιακή γυναίκα– και δηλώνει τη συμπάθειά της για κάποια άτομα που είχαμε γνωρίσει. Δηλώνει τον σεβασμό της για όσα πέρασαν μέχρι να φτάσουν εδώ κι όσα περνάν ακόμη. Δίνει και τα συχαρίκια σε μας τους πιο μικρούς που τους έχουμε δεχτεί έτσι κι ας πηγαίνουμε πού και πού κόντρα στο ρεύμα. Μέχρι που τελειώνει όσα έλεγε με τη γνωστή τη φράση: «Εγώ δεν είμαι ρατσίστρια».

«Αυτό, θεία, θέλω να σε δω να το λες άμα σου ‘ρθει καμιά μέρα η Ράνια μας (εγώ είμαι αυτή), και σου πει “Από εδώ ο Αχμέτ, ο καινούριος μου έρωτας”» απαντάει η ξαδέρφη μου, καυστική όπως πάντα. Κοιτάω τη γιαγιά. Δεκαπέντε χρώματα άλλαξε, τρία εκ των οποίων ήταν πουά, στη σκέψη και μόνο.

Κάπου εκεί κατάλαβα ότι όσο καλές προθέσεις κι αν έχουμε, δυστυχώς ο ρατσισμός μπορεί να βγει από μέσα μας τη στιγμή που το θέμα θα μας ακουμπήσει λίγο πιο προσωπικά. Με τη μορφή του φόβου ίσως, μα αυτό δε μας δικαιολογεί. Εκείνη τη στιγμή έδωσα επίσης τον δικό μου προσωπικό ορισμό για το τι σημαίνει η φράση «δεν είμαι ρατσιστής».

Πώς θα νιώσεις αν γυρίσει αύριο ο γιος σου απ’ το σχολείο και σου μιλήσει με ενθουσιασμό για τον καινούριο του φίλο, που είναι απ’ τη Συρία, δε μιλάει ελληνικά, αλλά παίζει εξαιρετική παντομίμα; Πώς θα νιώσεις αν η κόρη σου σού πει ότι το καινούριο της αίσθημα δεν ακούει στο όνομα «Σίφης» αλλά στο όνομα «Γιουσούφ»;

Ό,τι απάντηση κι αν έδωσες, άσε με να σου δώσω τη δική μου απάντηση με μία μικρή ερώτηση: Τι ρόλο παίζουν το χρώμα κι η καταγωγή όταν ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου σε καλύπτει;

 

 

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη