Δέρμα χλωμό, σε αποχρώσεις σχεδόν άβολες στο μάτι. Δυο μαύρες μακριές πλεξούδες, σύμβολο αθωότητας για κάποιους αλλά εμμονής με το άψογο για κάποιους άλλους. Μάτια μαύρα, μυστήρια και απαιτητικά, με βλέμμα που μια πετάει φωτιές και μια μαχαίρια. Δυο χείλη που χαμογελούν σπάνια και όταν το κάνουν  δε σκορπίζουν κατ’ ανάγκη θετικότητα. Ντύσιμο μονόχρωμο, χρώμα όμως δε λέω, το αφήνω στη φαντασία σας. Και τέλος, ένας χαρακτήρας τόσο ιδιαίτερος που με κάθε του λέξη καθηλώνει, μαγκώνει, αγχώνει, προσφέρει απλόχερα λίγη ανατριχίλα και τελικά καταφέρνει να αφήσει την πιο άβολη αίσθηση της απόλυτης ταύτισης. Wednesday Addams.

Η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας και ξεκάθαρα η πιο χαρακτηριστική μορφή της. Ο λόγος που αγαπήσαμε να φοράμε μαύρα μιας και τα έκανε στυλ πολύ πριν γίνουν μόδα. Ταυτόχρονα ο χαρακτήρας που μας χάρισε την πιο iconic απάντηση για όποιον ρωτάει γιατί φοράμε χρώματα κηδείας. Ένας άρτιος συνδυασμός των πιο αντιφατικών στοιχείων. Του ατίθασου και του πειθαρχημένου. Του μοναχικού και του ομαδικού. Της αγάπης και του μίσους. Του άσπρου και του μαύρου ή μάλλον, στην περίπτωση της, του μαύρου και του γκρι – μιας και οτιδήποτε πιο ανοιχτόχρωμο θα ήταν σκέτη βλασφημία.

Και γιατί να ταυτιστούμε άραγε με έναν τόσο αντιφατικό χαρακτήρα; Επειδή πίσω από το αγέλαστο πρόσωπο και το παγωμένο βλέμμα -το οποίο τόσο καλά δένει με όλες εκείνες τις αιωρούμενες απειλές, ή καμιά φορά και τα αιωρούμενα μεσαιωνικά μαχαίρια- κατάφερε να κρύψει κάτι από τα πιο βαθιά κομμάτια μας και κατάφερε ταυτόχρονα να απαντήσει όσα κι εμείς πολλές φορές σκεφτήκαμε αλλά ποτέ δε βρήκαμε τα κότσια να ξεστομίσουμε. Ο φανταστικός χαρακτήρας ενός μικρού κοριτσιού κατάφερε να γίνει η φωνή κάποιων και ταυτόχρονα η γροθιά στη μούρη όσων μπορεί να θεωρούσαν ένα άτομο μη κοινωνικό, εύκολο στόχο.

Με τη Wednesday ταυτιζόμαστε γιατί εξωτερικεύει τη δική μας σκοτεινιά, το κάνει όμως κρατώντας και λίγο φως, προσφέροντας και λίγη οικειότητα. Γιατί μας μοιάζει η Wednesday. Έχει χαρακτηριστικά μας. Ονειρεύεται ταξίδια όπως κι εμείς, τι σημασία έχει λοιπόν αν δικός μας προορισμός θα ήταν η Κούβα ενώ δικός της το τρίγωνο των Βερμούδων; Και οι δύο πάνω από θάλασσες θα πετάγαμε για να φτάσουμε. Ακόμη, είναι γνωστό ότι τα αδέρφια αλληλοπαιδεύονται, πού η μεγάλη διαφορά λοιπόν στο αν εμείς το κάναμε με playmobil κι εκείνη με ηλεκτροφόρα καλώδια; Ίδιο ήταν τελικά το αποτέλεσμα. Τέλος, με παιχνίδια διασκεδάζουμε και οι δύο, πιστεύεις λοιπόν για κάποιο λόγο πως κάνει τεράστια αλλαγή που εμείς στήναμε «μαγαζάκι» κι εκείνη «δικαστήριο»;

Σημασία έχει πως όταν τελικά βρεθήκαμε σε χώρο που δε θέλαμε, με τον ίδιο τρόπο κοιτούσαμε τριγύρω ψάχνοντας για την πιο εύκολη έξοδο. Πως όταν ερωτευτήκαμε κι αυτό λίγο μας τρόμαξε, με τον ίδιο τρόπο το παίξαμε cool κι αδιάφοροι (καλά ελπίζω όχι με τον ίδιο ακριβώς, με παρόμοιο, δε μας φταίνε σε τίποτα οι άνθρωποι). Και ταυτόχρονα δεν είμαστε και λίγοι αυτοί που όταν βρεθήκαμε σε μια κατάσταση από υποχρέωση ή επειδή δεν είχαμε επιλογή -βλέπε Wednesday στην κατασκήνωση- θα γουστάραμε πολύ να σηκώσουμε κεφάλι, να πούμε ένα “wait” και να κάναμε ρόμπα ξεκούμπωτη όποιον μας έφερε εκεί, και ύστερα, γιατί όχι, να βάζαμε κι ένα μπουρλότο στην κατάσταση να την κάψουμε συθέμελα. Η Wednesday έκανε απλώς λίγο πιο κυριολεκτικό αυτό που πολλοί θα ζητάγαμε σε μια πιο μεταφορική εκδοχή. Γι’ αυτό την αγαπήσαμε. Γιατί μας έκανε τη χάρη να μας δώσει μια κλεφτή ματιά στις όχι τόσο ανοιχτόχρωμες παρορμήσεις μας.

Κι όταν τελικά μεγάλωσε (γιατί υπάρχει και η ενήλικη εκδοχή της, ψάξτε τη, τα σπάει) το πήγε ένα βήμα παραπέρα. Δε μίλησε για σεξισμό κι ουδέποτε αναφέρθηκε στη διαφορά μεταξύ σωματικής και ψυχολογικής επιθετικότητας. Ούτε φυσικά κούνησε ποτέ το δάχτυλο σε κανέναν λέγοντας πόσο κακό είναι το catcalling, τουλάχιστον δεν έκανε τίποτα απ’ αυτά με λόγια. Έπιασε όμως τα θέματα ένα-ένα και τους έβαλε φωτιά στη ρίζα, με τον ίδιο τρόπο που όταν ήταν πιτσιρίκα έβαλε φωτιά σε καλύβες και σκηνικά μιας κατασκήνωσης. Πώς; Με λόγια σταράτα και τόσο αφοπλιστικά ειλικρινή που όσο κι αν νιώσεις να ξεβολεύεσαι ακούγοντάς τα, καταλαβαίνεις ότι τελικά αυτό που σε κάνει να κοιτάς το πάτωμα αντί για την οθόνη σου -κι ας μην είσαι ένοχος-, είναι απλά ότι δεν τα είπες εσύ πρώτος. Σου πετάει κι εσένα έτσι μια μικρή σπίθα φωνάζοντάς σου ότι τελικά το να μη μιλάς όταν πρέπει, έχει για κόστος την αίσθηση της ενοχής -και δεν το λες και μικρό αντίτιμο. Σε κάνει έτσι την επόμενη φορά να το σκεφτείς διπλά πριν κρατήσεις το στοματάκι σου κλειστό. Ή έστω, να μη σκεφτείς τόσο πριν χειροκροτήσεις κάποιον άλλον που το άνοιξε.

Γι’ αυτό αγαπάμε λοιπόν το κοριτσάκι με τις μαύρες μακριές πλεξούδες και τα σκούρα μάτια. Γιατί πίσω από την αίσθηση του σκοτεινού τελικά υπάρχουν ένα σκασμό χρώματα τα οποία, κοίτα να δεις ειρωνεία, ήθελαν ένα μαύρο φίλτρο για να κάνουν εμφάνιση. Το φίλτρο ήρθε, μέσα από τη μορφή του black humor, εμείς τα είδαμε, τα νιώσαμε και κυρίως τα αφήσαμε να βάλουν το χεράκι τους για να μας αφυπνίσουν. Και μετά κάναμε ένα βήμα πίσω για να τα παρατηρήσουμε πίνοντας ένα ποτηράκι λεμονάδα. Και που είστε, ε; Από αληθινά λεμόνια.

 

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη