Έρχεται μια ωραία μέρα στη ζωή σου, από το πουθενά, όταν εκείνος ο εγωισμός σου, ο υπό συνηθισμένες συνθήκες κραταιός και ακμαίος, γίνεται ξαφνικά ανυπόφορος για σένα. Τη στιγμή που τον χρειάζεσαι αντικειμενικά περισσότερο από ποτέ, μοιάζει να θέλει να σε εγκαταλείψει στα κρύα του λουτρού. Σαν να μη σου κάθεται πια καλά, σαν να σου είναι ξένος.

Μα βρε καλέ μου, βρε κακέ μου, μη φεύγεις, κάτσε εδώ, καλή παρέα δεν κάναμε οι δυο μας μέχρι τώρα; Μέχρι τους τεμενάδες επιστρατεύεις μπας και σε αφήσει να γαντζωθείς από πάνω του πριν σε πάρει ο κατήφορος. Μπας και τον ξανακάνεις έστω και άσπονδο φίλο σου πριν βουλιάξεις. Γιατί; Μα γιατί πήγες κι ερωτεύτηκες -ω τι έκπληξη!- λάθος άνθρωπο.

Τελευταία στιγμή, λοιπόν, τα καταφέρνεις, τον αρπάζεις απ’ το μαλλί (ένεκα του ενστίκτου επιβίωσης), σαν τον πνιγμένο που πιάνεται απ’ τα μαλλιά του, φοράς τη μάσκα του ψυχρού εκτελεστή για λίγο και εκσφενδονίζεις την τελευταία σου λέξη. Σαν σφαίρα που πρέπει να πετύχει διάνα έναν προδότη έρωτα όσο εκείνος στέκεται θρασύδειλα απέναντί σου. Την τελευταία εκείνη λέξη η οποία προορίζεται για τον μοναδικό άνθρωπο που κατάφερε να κάμψει τον εγωισμό σου, ενώ ταυτόχρονα εξαιτίας του απαιτείται να τον αφυπνίσεις ξανά.

Ναι κρίμα. Ναι πονάς πολύ. Ναι είναι πρωτόγνωρο, νιώθεις έξω απ’ τα νερά σου, αλλά πού καιρός για τέτοια; Τώρα πρέπει να σταθείς στο ύψος σου και να περισώσεις ό,τι έχει μείνει όρθιο από σένα.

Ενστικτωδώς πατάς off στο συναίσθημα, κατεβάζεις γενικό, μουδιάζεις το σημείο εκείνο του εγκεφάλου και της καρδιάς σου όπου πρόλαβαν και φώλιασαν οι πιο όμορφες κοινές σας αναμνήσεις προτού σε αδειάσει μεγαλοπρεπώς και πετάς το πιο μεγάλο ψέμα που θα σου έρθει πρώτο. Πιθανότατα γίνεσαι και λίγο μαλάκας όντας πληγωμένος, νομίζεις ότι έτσι δείχνεις και καλά πιο δυνατός. Δεν έχεις καθαρό μυαλό εξάλλου.

Θέλεις να πείσεις και τον άλλο μα και τον εαυτό σου πως μπορείς και χωρίς αυτόν ή αυτήν. Πως ξενέρωσες. Πως όλα είναι cool και γαμάτα και πως εσύ είσαι πια έτοιμος να πας παρακάτω γιατί είσαι και σκληρό καρύδι, ρε παιδί μου, οπότε αυτά δε σε αγγίζουν και πολύ.

Με την ψυχραιμία ενός serial killer πακετάρεις το όμορφο ψέμα σου, το σερβίρεις όσο πιο ήρεμα και πειστικά μπορείς, σκοτώνεις το συναίσθημα και προσυπογράφεις ένα τέλος που μόνο εσύ ξέρεις πόσο αβάσταχτα θα σου πλακώνει για πολύ καιρό ακόμη το στήθος αφού γυρίσεις την πλάτη για να «φύγεις» οριστικά.

Μετά ο κόσμος θα μοιάζει αδιάφορος κι εσύ θα επιμένεις να ξύνεις επί τούτου την πληγή σου, καθώς θα σκέφτεσαι μέσα στο πλήθος «τι να κάνεις τώρα ρε γαμώτο, πού να είσαι;» Φυσικά, κάπου εκεί, να σου και το πρόσωπό της πέτρας του σκανδάλου μπροστά στα μάτια σου. Παιχνίδι του μυαλού σου, που θα έχει γίνει πια κυριολεκτικά μαρμελάδα και δε θα σε αφήνει να αποδεσμεύσεις αισθήσεις και εικόνες. Άσε που θα τρελαίνεσαι στην ιδέα ότι όσο εσύ σκας η απέναντι πλευρά σε έχει πλέον γραμμένο.

Όμως όχι, το ψέμα που έπρεπε να γίνει η αλήθεια σου αντί για όλα τα παραπάνω που μόνο στον εαυτό σου θα παραδέχεσαι, ήταν το «όπου και να είσαι καλά να περνάς μωρέ, εγώ πάω γι’ άλλα τώρα πια». Απελευθερώθηκα από κάτι που δεν άξιζε, θα λες στον εαυτό σου. Απογοήτευση ήταν, ξενέρωσα, θα συνεχίσεις να μονολογείς ψυχαναγκαστικά κάθε μέρα. Θα σου φαίνονται μπούρδες κατά βάθος όλα αυτά, μα θα είναι μονόδρομος αφού δε θα υπάρχει ελπίδα.

Ναι ξενέρωσες, όντως απογοητεύτηκες, όμως η ανάμνηση του ανθρώπου που νόμιζες πως είχες απέναντι σου κι ας μην ήταν αληθινός, θα σου γαμάει την ψυχολογία αβέρτα κι ανελέητα επ’ αόριστον. Όσο λίγος κι αν αποδειχτεί εκ των υστέρων, εσύ πρόλαβες κι ένιωσες. Πώς να ξεχάσεις εκείνον τον άλλον, τον άτιμο ψεύτικο εαυτό του; Πόσα ψέματα να σου πεις κι εσύ για να διαλύσεις τη μορφή του, το χάδι του, τα μάτια του, τα λόγια του και την αγκαλιά του; Βλέπεις τη μορφή του είχε κι ο ψεύτης, το δικό του άγγιγμα, το δικό του βλέμμα, τη δική του φωνή, το δικό του άρωμα. Πόσα ψέματα να σου πεις για να υπερισχύσει μέσα σου το ψέμα το δικό του αντί για το παραμύθι που αγάπησες;

Μα και ως πότε θα τον κρατάς με το ζόρι ζωντανό αφού ποτέ δεν υπήρχε;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι όσα σου φαίνονται περιττές παρηγοριές στην αρχή, κάποτε θα καταλάβεις ότι τελικά ίσχυαν. Η επίδραση θα περάσει, τα μάτια σου θ’ ανοίξουν, θα θυμηθείς πώς ήσουν πριν σε αποσυντονίσει όλη αυτή η φούσκα και θα νιώσεις μαλάκας που έκατσες και γαμήθηκες έτσι για κάτι που δεν άξιζε. Αργά ή γρήγορα όντως θα ξενερώσεις και θα πας παρακάτω πραγματικά.

Τίποτε δεν είναι μάταιο όμως. Όλα πρέπει να κάνουν τον κύκλο τους, να βρουν τη θέση τους μέσα σου και να ωριμάσουν με το χρόνο, όχι με το ζόρι. Εξάλλου τα δικά σου συναισθήματα δεν ήταν ψεύτικα γι’ αυτό κι έχουν βαρύτητα ανεξαρτήτως δέκτη. Μόνο αν τους δώσεις χώρο να υπάρξουν τα ξεπερνάς κάποτε ουσιαστικά. Αλλιώς τα κρύβεις απλώς κάτω απ’ το χαλάκι κι επανεμφανίζονται.

Μέχρι οι ψευτοπαρηγοριές να γίνουν πραγματικότητα, λοιπόν, ζήσε την απογοήτευση, δεν έχει νόημα να την αρνείσαι. Μην αφήνεις όμως τον εαυτό σου να γίνει γαϊτανάκι σ’ έναν άσκοπο φαύλο κύκλο γύρω από το φάντασμα ενός υποτιθέμενου έρωτα διατηρώντας φρούδες ελπίδες από ανάγκη. Αυτή η περίπτωση είναι από τις λίγες που επιτρέπει λίγο περισσότερο εγωισμό πριν ορθοποδήσεις.

 

Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Πράντζου: Κατερίνα Κεχαγιά.

 

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου