Ζω στην ίδια χώρα με σένα. Έχω τις ίδιες υποχρεώσεις -πρωτίστως- που έχεις κι εσύ. Περνάω δύσκολα σε μια εποχή που οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται ακόμη και για τα στοιχειώδη. Δε μιζεριάζω. Δεν κλαίγομαι. Δεν το έχω μέσα μου, αν θες. Μέσα στην όλη τραγικότητα της πραγματικότητας που έχουμε φτιάξει επέλεξα κάποτε -και δε θα με κάνει κανένας από τους εχθρούς του πολιτισμού να το μετανιώσω- να σπουδάσω υποκριτική. Παρά τις συμβουλές των δικών μου ανθρώπων οι οποίοι πάντα με στήριζαν σε όλα μα πάντα επίσης, από αγάπη, μου υπενθύμιζαν παράλληλα όλα όσα θα είχα να αντιμετωπίσω ως καλλιτέχνης στην Ελλάδα.

“Εγώ θα γίνω”, θυμάμαι να απαντάω χωρίς δισταγμό πρώτα ως παιδί με το πόδι καρφωμένο ευθαρσώς στο πάτωμα κι έπειτα ως έφηβη με το ένα πόδι στη Γη και μάλλον το άλλο στα σύννεφα σε σχέση με τον περίγυρό μου. Όντως, λοιπόν, σπούδασα ηθοποιός και παρά τους δικούς μου λανθασμένους χειρισμούς, που ποτέ δεν παραβλέπω, οι οποίοι με καθυστέρησαν πολύ στον μετέπειτα δρόμο μου, κατάφερα να πάρω στα χέρια μου ένα δίπλωμα και καλά πιστοποίηση για τα τρία χρόνια δουλειάς που ρίξαμε ως σπουδαστές των ονείρων μας.

Τα τρία χρόνια που τόσο εγώ όσο κι οι δικοί μου αλλά κι οι πιο πολλοί συσπουδαστές μου ιδρώσαμε για να βγουν, στερέψαμε οικονομικά για να πραγματοποιηθούν κι όμως κανείς μας δεν το έβαλε κάτω. Μετά από ώρες ατελείωτες, γεμάτες ιδρώτα, απογοητεύσεις, παθήματα, μαθήματα, γδαρμένα γόνατα, ματωμένες τσέπες, ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, πείσμα και πάλι πείσμα -πάντα πείσμα- διάβασμα, έκθεση, φόβο για το μετά, δεύτερες σκέψεις για μια ίσως πιο ρεαλιστική επιλογή που όμως ποτέ δε στάθηκαν αρκετές να μας κάνουν να παραστρατήσουμε τελικά, καταφέραμε κι αποκτήσαμε αυτό το πολυπόθητο χαρτί. Και τώρα, είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Βγαίνοντας από τη σχολή θυμίζαμε εκείνους τους φασαριόζους τύπους στα μπαρ που πάντα προκαλούν μπελάδες και κάποιος βρίσκεται να τους πετάξει με τις κλωτσιές στο πεζοδρόμιο. Δεν είναι ότι δε γνωρίζαμε πού πάμε να μπλέξουμε. Δεν είναι ότι δεν ξέραμε την πραγματικότητα. Θεωρητικά. Γιατί όταν έρχεται η ώρα να ζήσεις κάτι που απλώς υπέθετες μέχρι χτες, αποκτά άλλη βαρύτητα πια. Έτσι πεταχτήκαμε κι εμείς στο πεζοδρόμιο του ρεαλισμού. Βρεθήκαμε από το σχετικά ασφαλές περιβάλλον μιας σχολής στην αρένα της αναξιοκρατίας, της αρπαχτής, της εκμετάλλευσης, της αστάθειας, των ελάχιστων αν όχι μηδαμινών ευκαιριών, της υποτίμησης, της αφραγκίας, της κλίκας, των γνωριμιών, της δυσωδίας, μα ευτυχώς η απίστευτη γοητεία που πάρ’ όλα τα παραπάνω ανθρώπινα λάθη καταφέρνει και βγάζει νικήτρια την τέχνη στις ψυχές δεν έλειψε ως αίσθηση από μέσα μας ποτέ.

Ματώσαμε για ακόμη μια φορά. Βάλαμε κι από την τσέπη μας για να μπορέσουμε να χτίσουμε πέντε πράγματα δικά μας κόντρα σε κάθε πόρτα που μας έκλειναν στα μούτρα με απαξίωση κι ειρωνεία. Μπήκαμε και μέσα που λένε, όμως εκεί, ακόμη εκεί, σαν τους επιπόλαιους Πίτερ Παν που αρνούνται να σαπίσουν ωριμάζοντας παλεύαμε μέχρι τελικής πτώσης. Αφιερώσαμε χρόνο. Αφιερώσαμε εμάς. Χάσαμε τόσο σε πρακτικό επίπεδο όσο και σε συναισθηματικό ακόμα κι ανθρώπους που αγαπήσαμε αλλά εκείνοι κουράστηκαν κάποτε να νταντεύουν τους ανεπίδεκτους ανώριμους καλλιτέχνες που αρνούνται να μεγαλώσουν επιτέλους παραβλέποντας το ευ ζην όσο κυνηγούν χίμαιρες.

Δε θα σου πω τι κερδίσαμε γιατί αυτό μόνο αν είσαι έστω και κατά βάθος σε κάποιο επίπεδο του σιναφιού θα μπορούσες να το νιώσεις. Το τι κερδίζει ένας καλλιτέχνης δεν έχει ποτέ να κάνει με λεφτά, δόξα, φήμη, αναγνωρισιμότητα και φώτα. Αν είναι καλλιτέχνης, όντως, αποτελεί ο ίδιος φως. Κι όχι γιατί θέλει να ξεχωρίσει αλλά γιατί θέλει να ζεστάνει, να φανερώσει, να φωτίσει σκοτάδια και μυαλά.

Ίσως υποψιάζεσαι ήδη για ποιον λόγο σου τα λέω απόψε όλα αυτά. Προς τι αυτή η εξομολόγηση που με μια πρώτη ανάγνωση μάλλον δε σε αφορά καν. Ίσως υποψιάζεσαι πως η αφορμή μου στάθηκε ένας ακόμη χυδαίος νόμος ο οποίος εξίσωσε πλέον το πτυχίο μου με το απολυτήριο του Λυκείου. Ξέρεις. Του εκπαιδευτικού εκείνου ιδρύματος που θα έπρεπε κανονικά να σε προετοιμάζει για το μετά. Για να υπάρξει μετά. Και για μένα, εμάς, ξέρεις, υπήρξε μετά. Ένα μετά στο οποίο δόθηκα. Ένα μετά στο οποίο οι γονείς μου έδωσαν όσα είχαν στην άκρη από σεβασμό στις επιθυμίες μου ευχόμενοι κάθε μέρα να μη δυστυχήσω στη ζωή μου μεγαλώνοντας σε μια χώρα η οποία τρώει τα παιδιά της τα πιο ικανά να την κάνουν κάποτε να λάμψει. Γιατί αυτό το κράτος δε θέλει να λάμψει. Γιατί αυτό το κράτος μισεί θανάσιμα όλα εκείνα που θα μπορούσαν κάποτε να σε ξυπνήσουν. Να σε επ-αναστήσουν. Να σε κάνουν να δεις.

Γι’ αυτό απόψε δεν κλαίγομαι. Δε μιζεριάζω. Δεν το έχω μέσα μου, αν θέλεις. Όμως, ναι, παραπονιέμαι. Ναι οργίζομαι. Ναι πληγώνομαι. Ναι πενθώ. Και δεν είμαι η μόνη δυστυχώς. Παρ’ όλα αυτά, όμως, γι’ αυτό ακριβώς, δεν είμαι ούτε μόνη. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου