Τι σημασία έχει η ηλικία όταν συνεχώς βομβαρδιζόμαστε από ένα σωρό «μη» και «δεν» τα οποία ακολουθούνται ψυχαναγκαστικά από πράγματα που ένας ενήλικας δε νοείται να κάνει ή να αισθάνεται; Εντάξει, για να μη γίνομαι απόλυτη, σε ελάχιστες περιπτώσεις η ηλικία προφανώς μετράει. Δε μου έρχονται τώρα συγκεκριμένες καταστάσεις αλλά υποθέτω πως θα υπάρχουν.

Τι γίνεται όμως με τα συναισθήματα και τις αισθήσεις; Τι γίνεται, ας πούμε, όταν έρχεται η στιγμή που η νύχτα πέφτει, όχι μόνο στο Παλέρμο αλλά και στην πόλη σου και πρέπει εσύ να μείνεις στο σπίτι μόνος; Εδώ σε θέλω φίλε μου. Ναι, σε εσένα μιλάω. Ξέρω ότι κρύβεις μέσα σου ένα μικρό απροστάτευτο παιδί, που κάνει το φυλλοκάρδι σου να τρέμει σιωπηλά κάθε βράδυ στην ιδέα και μόνο όλων εκείνων των μυστήριων πλασμάτων της φαντασίας σου και συμπάσχω.

Πλασμάτων που κατοικούν μέσα στο σκοτάδι και προτιμούν να ξεμυτίζουν από τις κρυψώνες τους κάθε νύχτα ειδικά μόλις ο δείκτης του ρολογιού ακουμπήσει τις 12 και σημάνουν μεσάνυχτα που κόβουν βόλτες απρόσκλητα εκεί που δε φτάνει το μάτι σου και που ποιος ξέρει στην τελική αν ανήκουν όντως μόνο στην αχαλίνωτη, τρομακτική σου φαντασία ή αν υπάρχουν κι απλώς κρύβονται κάπως, κάπου, σε άλλους κόσμους ή διαστάσεις, όπου οι ορθολογιστές δεν τόλμησαν ποτέ να περιδιαβούν νοερά;

Οπλίζεσαι με τεχνητό θάρρος –που περισσότερο θυμίζει κουράγιο παρά αποφασιστικότητα– ανάβεις όλα τα φώτα του σπιτιού, του διαδρόμου, του γείτονα από το διπλανό διαμέρισμα, επικοινωνείς και με τον δήμαρχο άμα λάχει, ώστε να φωταγωγήσει το δρόμο μπροστά από το παράθυρό σου με έξοδα δικά σου, κατεβάζεις από το πατάρι κι εκείνα τα ξεχασμένα πολύχρωμα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια με την αντίστοιχη μουσικούλα, τα βάζεις στην πρίζα, βάζεις μπρος λάπτοπ, τηλεόραση, ραδιόφωνο, πικ-απ, μια παλιά λατέρνα πώς βρέθηκε σπίτι σου κανείς δεν ξέρει καλείς και την μπάντα του δήμου να παίζει κάτω από το μπαλκόνι σου και περιμένεις καρτερικά με μάτια ορθάνοιχτα από πού θα σου ‘ρθει το κακό δαιμόνιο να το ξορκίσεις με ηχορύπανση και φωτορύπανση μεγαλύτερη κι από αυτή του Παρισιού βράδυ Πρωτοχρονιάς.

Επιπλέον απαραίτητο όπλο το σεντόνι, η κουβέρτα ή το πάπλωμα με τα οποία κουκουλώνεσαι από την κορυφή μέχρι τα νύχια κι ας είναι Ιούλιος με χαμηλότερη θερμοκρασία τους 40 βαθμούς κελσίου, γιατί ως γνωστόν εμποδίζουν τα κακά πλάσματα να σε πειράξουν με κάποιον τρόπο που ακόμη δεν έχει αποδειχτεί, αλλά εκεί θα κολλήσουμε τώρα;

Και πάνω που ώρες μετά το μάτι από γαρίδα αρχίζει να γίνεται κουμπότρυπα και να βαραίνει επικίνδυνα, να σου οι περίεργοι εκείνοι ήχοι που παραδόξως μόνο όταν είσαι μόνος ακούς τόσο απελπιστικά δυνατά.

Κάθε σπίτι έχει τους δικούς του θορύβους. Κάποιοι είναι εξηγήσιμοι και σταθεροί κάποιοι μοιάζουν να έρχονται από το υπερπέραν μόνο όταν σε βρίσκουν χωρίς παρέα ίσα για να σου τινάξουν το νευρικό σύστημα στον Κρόνο. Το ψυγείο αγκομαχάει σαν τον Σίσυφο με τον βράχο που ανεβαίνει το βουνό, τα σανίδια τρίζουν σαν να περπατάει πάνω τους στρατός σε παρέλαση, τα έπιπλα κρατσανίζουν λες κι είσαι ο αυλητής του Χαμελίν κι όλα τα ποντίκια της πόλης έχουν έρθει σπίτι σου μαγεμένα από τον αυλό σου -«διαστέλλονται και συστέλλονται», λέει, σε ποιον τα πουλάτε, ρε, αυτά; Η πιθανότητα να έχουν στοιχειώσει το σπίτι σου όλες οι καταραμένες ψυχές της κόλασης φαντάζει πιο λογική από ποτέ. Κι εσύ εκεί, μόνος, έρμαιο των υπερφυσικών πλασμάτων περιμένεις στωικά τρέμοντας να έρθει το τέλος σου.

Από την άλλη, αν βρεις την ψυχραιμία να σκεφτείς λογικά για ένα δέκατο του δευτερολέπτου, μπορεί να γλιτώσεις για λίγο από στοιχειά και δαιμόνια, αλλά ξαφνικά όλοι οι ψυχασθενείς εγκληματίες του πλανήτη μοιάζει να έχουν κατασκηνώσει έξω από κάθε πόρτα και παράθυρο του σπιτιού σου προσπαθώντας να κάνουν ντου μαζικά και παλεύοντας για το ποιος θα σε ξεκοιλιάσει πρώτος. Σκιές γυρνοβολάνε πίσω από κουρτίνες και τζάμια, φώτα αναβοσβήνουν μέσα από χαραμάδες, ξυσίματα ακούγονται στις κλειδαριές και μόνο ο Άγιος Βασίλης δεν έχει κάνει ακόμη guest για να μπει από την ανύπαρκτη καμινάδα σου.

Κάπως έτσι οι ώρες περνούν απελπιστικά αργά –βασανιστικά θα λέγαμε– για έναν αλαφροΐσκιωτο που αναγκάζεται να μείνει μόνος το βράδυ και με σιγουριά σας λέω, ότι αυτή η απάνθρωπη κατάσταση δε γνωρίζει ηλικίες. Το σίγουρο είναι ότι αν τη σκαπουλάρεις και δεν πάθεις έμφραγμα, εγκεφαλικό, ντουβρουτζά κάθε είδους, θα έχεις να λες ιστορίες με αγρίους για πολλά χρόνια μετά. Κανείς δε θα σε πιστεύει αλλά μόνο η ψυχούλα σου θα ξέρει από τι Γολγοθά πέρασες και βγήκες ζωντανός.

Και κάπου εδώ, κλείνοντας, σου δίνω τους αγωνιστικούς χαιρετισμούς μου μιας και πρόσφατα κατάφερα να παλέψω με τους δικούς μου δαίμονες κι ας μην τους νίκησα ακόμη εντελώς.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα