Ρε παιδί μου, πώς να στο πω. Εγώ δεν είναι ότι περίμενα κάτι. Πόσες φορές θα τα λέμε, εγώ δεν περιμένω τίποτε από κανέναν κι όλους τους έχω ικανούς για όλα. Αλλά να, μωρέ. Είναι που οι επιθυμίες κι οι προσδοκίες μέσα μου δεν ταυτίζονται πάντα. Η ανυπαρξία των δεύτερων δεν ακυρώνει την ύπαρξη των πρώτων. Ήθελα πολλά μαζί με εσένα, μα δεν περίμενα τίποτε από εσένα. Ίσως, όμως, τώρα που το σκέφτομαι να θέλεις να μάθεις τι μπορεί να ήθελα κάθε φορά που σε είχα δίπλα μου, ή που σε σκεφτόμουν, ή που σε θυμόμουν, ή που απλώς ήσουν φόντο σε κάθε άλλη μου σκέψη, ή ακόμη και τότε που νόμιζα πως σε έχω ξεχάσει.

Θα στα πω, δε γαμιέται. Μία για να μη μείνουν μέσα μου και πάνε από ασφυξία –πόσο κρίμα τόσο όμορφες εικόνες, δε νομίζεις;– και μία για την παραμικρή πιθανότητα να σε νοιάζει έστω κι αν αυτό σημαίνει πως θα θρέψω τον εγωισμό σου γι’ άλλη μια φορά. Ήθελα. Εσένα ήθελα. Εσένα όταν δε φοβόσουν. Εσένα τις λίγες φορές που ήσουν πραγματικά εδώ. Να ζήσουμε κάνα-δυο παραπάνω στιγμές ή κι εκατοντάδες αρκεί να ήταν ακραίες κι αξέχαστες. Ακόμη και το πιο μικρό καθημερινό πράγμα στον κόσμο ήθελα μαζί σου να το μετατρέψω σε τρέλα. Τίποτε δε θα άφηνα όρθιο κι ίδιο γιατί όλα οφείλονται και στηρίζονται στις ατμόσφαιρες και στην εσωτερική μας καύλα για έρωτα και ζωή.

Θα σου μάθαινα και θα μου μάθαινες. Θα σου μιλούσα ως τα ξημερώματα και στο υπόσχομαι πως δε θα σε έκανα να με βαρεθείς ούτε δευτερόλεπτο. Δεν είναι θέμα αυτοπεποίθησης, αλλά έντασης, θέλησης και μιας βαθύτερης λαχτάρας για καθετί ανεξερεύνητο που μοιραζόμασταν κι οι δυο. Γι’ αυτό το ξέρω, πως δε θα βαριόσουν μαζί μου τελικά. Θα σε έκανα να βλέπεις κάθε γνώριμο μέρος, λες και δεν έχεις ξαναπεράσει από εκεί ποτέ.

Γιατί όλα στη ζωή είναι θέμα οπτικής, θέμα προσέγγισης και συναισθημάτων. Κι ο καθαρότερος ουρανός για έναν θλιμμένο φαντάζει πιο μαύρος κι από μαινόμενη καταιγίδα, δε στο ‘χουνε πει; Ήθελα μαζί μου όμως και το μαύρο ακόμη –ιδίως αυτό– να γίνει ό,τι γοητευτικότερο θα είχες ζήσει ποτέ μέχρι σήμερα. Γιατί με πάθος σε ήθελα πέρα από κάθε κρυφό ή φανερό φόβο, πέρα από προσωπικά σκοτάδια, πέρα από προσδοκίες ή ελπίδες. Με το ίδιο πάθος που τελικά επιλέξαμε τα μισόλογα για να μην αφεθούμε και από φωτιά γίνουμε στάχτη.

Ήθελα να σε κρατάω ξάγρυπνη χωρίς να με νοιάζει τι έχουμε να κάνουμε το επόμενο πρωί. Να σε κρατάω ξάγρυπνη άλλες φορές για να κάνουμε έρωτα μέχρι να εξαντληθούν τα κορμιά μας κι άλλες φορές για να σου γαμάω και να μου γαμάς το μυαλό όπως πάντα. Και κάποιες φορές για πάρτη σου να τα ρισκάρω όλα. Να κάνουμε κοπάνες απ’ τη δουλειά ή το μάθημα για να πηγαίνουμε βόλτες στο άγνωστο, να ακυρώνω άλλους για να είμαι μαζί σου, να λέω αλήθειες χωρίς να φοβάμαι και ψέματα μόνο και μόνο για να ζήσω στα άκρα την ίντριγκα δίπλα σου. Μου λείψανε κι εκείνες μας οι συζητήσεις, ξέρεις. Μα πιο πολύ μου έλειψαν όσα δεν προλάβαμε να κάνουμε.

Απ’ την άλλη, σκέφτομαι, γιατί να χρησιμοποιούμε αυτήν τη φράση; Τι θα πει δηλαδή «δεν προλάβαμε»; Τέτοια πράγματα εμείς τα κανονίζουμε, μάτια μου, οπότε ας μην παραμυθιαζόμαστε και μεταξύ μας. Προλαβαίναμε. Αλλά δε μας βγήκε. Πάμε πάλι απ’ την αρχή με ανούσιες εκφράσεις όπως το λάθος timing, οι διαφορετικές μας φάσεις, οι διαφορετικότητές μας. Όμως όλα τα παραπάνω δεν ήταν που μας καύλωσαν τελικά στην αρχή; Γι’ αυτό θα στο ξαναπώ κι ας μην το ζήσουμε ποτέ. Το θέλαμε. Θα θέλαμε. Θα κάναμε. Θα είχαμε κάνει. Καθετί που μας αφορά ξεκινούσε και ξεκινάει με ένα «θα». Τότε ήταν το «θα» του στιγμιαίου ή του εξακολουθητικού μέλλοντα, έπειτα έγινε το «θα» του υποθετικού λόγου. Ξέρεις, του μη πραγματικού.

Κι άντε τώρα εγώ να σου εξηγήσω γιατί τα γράφω πάλι όλα αυτά. Για κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Δεν έχουν νόημα, για να είμαι ειλικρινής. Ίσως γιατί με τα τετελεσμένα δεν τα πήγαινα καλά ποτέ κι έτσι όσα έχουν τελειώσει γίνονται έμπνευση για να μη με φρικάρει η απολυτότητά τους. Ωστόσο, ίσως το να σκαλίζω τα ανολοκλήρωτα τόσον καιρό μετά είναι κι ένας τρόπος να δηλώσω πως επιτέλους χαίρομαι που δε με πληγώνουν όσα εμείς «δεν προλάβαμε» και που μπορώ να τα θυμάμαι δίχως να με πονάνε.

Γιατί πια το μόνο που με νοιάζει είναι να προλάβω να κάνω τα πάντα στο τώρα μου με εκείνη που πραγματικά αξίζει να τα ζήσει μαζί μου και δίπλα μου. Οι αναμνήσεις, βλέπεις, είναι απλώς αναμνήσεις και θα παραμείνουν πολύτιμες εκεί όπου ανήκουν για να μου θυμίζουν τι ήμουν, τι έζησα και τι θα μπορούσα να είχα ζήσει ώστε από ‘δω και πέρα ο υποθετικός λόγος να γίνεται απευθείας ζωή.

Γιατί, ρε παιδί μου, κοίτα. Όσο εσύ δεν τολμάς κάποιος άλλος που τολμάει παίρνει τη θέση σου δίπλα στον άνθρωπο που πιο πολύ πόθησες κάποτε. Κι αυτό να ξέρεις θα το έλεγα ίσως και νόμο.

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη