Ακούστε κάτι για να τελειώνουμε με ρατσιστές, επιλεκτικά ευαίσθητους, σεξιστές κι υποκριτές ανθρώπους. Με τρόμο ξανά παρατηρώ σχόλια του τύπου «γιατί δε λέτε, όμως, ότι τη βίασαν και τη δολοφόνησαν ξένοι;». Ο λόγος για την Αναστάζια. Την Αναστάζια τον άνθρωπο, τη γυναίκα, την εν δυνάμει φίλη μας, την εν δυνάμει κόρη μας, την εν δυνάμει αδερφή μας. Την Αναστάζια που κάποιοι εκεί έξω αποφάσισαν ότι η ζωή της είναι κτήμα τους και πως έπρεπε να τελειώσει στα 27 της χρόνια με τον τραγικότερο τρόπο. Αποφάσισαν πως το κορμί της τους ανήκει, πώς η ύπαρξή της δεν είχε καμία σημασία πέρα από τα βίτσια του αρρώστου μυαλού τους.

Η Αναστάζια εργαζόταν στο νησί της Κω και το βράδυ της Δευτέρας 12 Ιουνίου και ώρα 19:25 τα ίχνη της εξαφανίστηκαν. Την εξαφάνισή της δήλωσε στις αρχές την επόμενη μέρα ο σύντροφός της κι έτσι ξεκίνησαν έρευνες και κινητοποιήσεις με την ελπίδα η κοπέλα να βρεθεί σώα. Όσο περνούσαν τα 24ωρα και με βάση τα στοιχεία, όμως, τόσο οι ελπίδες μειώνονταν τραγικά. «Δυστυχώς, το χειρότερο σενάριο επιβεβαιώθηκε. Η σορος βρέθηκε στο σημείο αυτό, αφού χτενίσαμε όλο το νησί. Είναι νεαρής γυναίκας, με ξανθά μαλλιά και ανήκει στην άτυχη κοπέλα. Μένει το τυπικό της ταυτοποίησης» ανέφερε στο Έθνος ο αστυνομικός ασφαλείας.

Ως ύποπτος συνελήφθη ένας άνδρας και ο συγκάτοικός του οι οποίοι μπήκαν στο στόχαστρο της αστυνομίας ύστερα από πολλά ενοχοποιητικά και καθόλου ευοίωνα στοιχεία που τους συνέδεσαν με την κοπέλα, αφού στις καταθέσεις τους έπεφταν διαρκώς σε αντιφάσεις. Ώσπου χτες έγινε πλέον γνωστό ότι η Αναστάζια δεν είναι πια ανάμεσά μας. Ότι ο άνδρας αυτός τη σκότωσε αφού πρώτα την κακοποίησε σεξουαλικά. Ότι μπορεί να μην ήταν μόνος του. Ότι για ακόμη μια φορά θρηνούμε ακόμα μία γυναικοκτονία. Στραγγαλίστηκε, λένε. Βρέθηκε το σώμα της γυμνό σε σακούλα, λένε. Σε διαδικασία σήψης, και μάλιστα, ενδεχομένως να μεταφέρθηκε εκεί έπειτα από τη δολοφονία της, αφού έρευνες στο σημείο εκείνο τις προηγούμενες μέρες δεν την εντόπισαν. Κάποιος τη μετέφερε στο σημείο το Σάββατο, λένε. Σαν να μην ήταν άνθρωπος. Σαν να ήταν ένα ακόμη αντικείμενο που κάποιος βαρέθηκε μετά τη χρήση του.

Η καταγωγή του δράστη δεν είναι ελληνική κι αυτό υπήρξε βούτυρο στο ψωμί πολλών μισαλλόδοξων εκεί έξω, οπότε ήρθε να υπερκαλύψει τα πραγματικά αίτια υπερτονίζοντας την εθνικότητα ως αιτία μιας τερατώδους επαναλαμβανόμενης κατάστασης σε κάθε γωνιά του κόσμου. Όσοι κι όσες θυμηθήκατε ξαφνικά το me too, λοιπόν, ενώ μέχρι πρότινος το λοιδορούσατε ως κίνημα, μόνο και μόνο επειδή αυτή τη φορά βολεύει το αφήγημά σας για τους «κακούς ξένους που έρχονται και μας βιάζουν και μας σκοτώνουν τις γυναίκες» -μιας κι όταν το κάνουν Έλληνες, μάλλον δικαιολογείται- βγάλτε επιτέλους τον σκασμό! Σεβαστείτε επιτέλους την ανθρώπινη ζωή και βγάλτε τον σκασμό.

Δε στεκόμαστε σε εθνικότητες όταν εξοργιζόμαστε και ξεσηκωνόμαστε απέναντι σε κάθε μορφής αδικία. Μια από τις πολλές είναι και η γυναικοκτονία. Δε βγήκαμε ποτέ να φωνάξουμε «Έλληνας βίασε και σκότωσε άλλη μια αδερφή μας» κι έτσι δε θα σας κάνουμε τη χάρη να βγούμε να φωνάξουμε πως άλλη μια αδερφή μας βιάστηκε και δολοφονήθηκε από Μπαγκλαντεσιανούς. Συνέλθετε λιγάκι. Η πατριαρχική κουλτούρα όταν φωλιάζει κι αναπτύσσεται σε άρρωστα μυαλά οποιασδήποτε εθνικότητας ανθρώπων είναι ένα κτηνώδες δεδομένο, το οποίο ή παραδέχεστε και πολεμάτε μαζί μας στο σύνολό του ή απλώς σωπάστε. Επιτέλους φτάνει. Δε σας αντέχουμε, ούτε σας ανεχόμαστε πια. Ο κόσμος μας ο ίδιος θα σας ξεράσει σύντομα.

Για την Αναστάζια, για την Ελένη, για την Καρολάιν, για τόσες, αμέτρητες πια αδελφές μας εκεί έξω που βιάστηκαν, δολοφονήθηκαν, εξευτελίστηκαν από άντρες-αφέντες είτε ονομάζουν τις αποτρόπαιες πράξεις τους «εγκλήματα πάθους» -ένας αισχρός όρος που επικρατούσε- είτε φτιάχνονται στην εικόνα υποταγής μιας γυναίκας η οποία λόγω σωματικής και μόνο διάπλασης δεν καταφέρνει πάντα να τους ξεφύγει. Άλλη μια γυναικοκτονία. Κι οι γυναικοκτονίες όπως κι άπειρα άλλα πράγματα, καλά ή άσχημα, σύνορα, χρώματα και θρησκείες δεν ξεχωρίζουν.

Για όλες τις Αναστάζιες του πλανήτη δε θα σταματήσουμε να πολεμάμε.

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου