Έμοιαζε το κεφάλι μου με βόμβα λίγο πριν την έκρηξη. Σκέψεις και διλήμματα σε έναν τρελό χορό, βήμα και τικ, βήμα και τακ. Δεν μπορούσα καν να διανοηθώ τι τροπή θα έπαιρνε η ζωή μου εκείνη την εποχή. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως ακόμη κι ένα σταυροδρόμι μπορεί να γίνει αδιέξοδο, μα δεν πίστευα στους από μηχανής θεούς ώσπου ξαναμπήκες στη ζωή μου εσύ.

Πήρες μέρος σε μια κούρσα τρελή, ο κόσμος δεν ήξερε καν ποια ήσουν, οι μεγάλοι αντίπαλοι ήταν ονόματα γνωστά κι εσύ το outsider που ξεφύτρωσε στην κυριολεξία απ’ το πουθενά. Κι έκανες την τροπή ανατροπή αφήνοντας άφωνη ακόμη κι εμένα την ίδια.

Έπαιξες σκληρά, μα κέρδισες τόσο άνετα που θα σε ζήλευαν κι οι βετεράνοι του χώρου. Άναρχη επίθεση στις προσταγές ενός συναισθήματος που σε ξεπέρασε κι ας μην ήξερες πώς να το εξηγήσεις. Μπήκες στη μέση χωρίς να προλάβεις να συνειδητοποιήσεις τι σου συμβαίνει και τα διέλυσες όλα. Με είχες απ’ την πρώτη στιγμή που οι λέξεις σου αψήφησαν τη λογική σου, τους φόβους σου και τον αλλιώς διαμορφωμένο ως τότε εαυτό σου. Με είχες απ’ την πρώτη στιγμή που κάρφωσες τα μάτια σου στα δικά μου επαναστατώντας κι έχασα τον κόσμο μαζί και τα διλήμματα και τα σταυροδρόμια και τα αδιέξοδα. Ήταν η κλασική σκηνή όπου όλα γύρω παγώνουν. Η βαβούρα των ανθρώπων σταματάει, επικρατεί χάος σαν κενό αέρος στο μυαλό σου ενώ αναρωτιέσαι από πού ακούγεται αυτή η μουσική που ο εγκέφαλός σου επινόησε για να προαναγγείλει τον έρωτα.

Με είχες. Κι άρχισαν τόσο φυσικά κι αβίαστα να συμβαίνουν τα πάντα μεταξύ μας, που ήταν λες κι αναρωτιόταν το σύμπαν πώς κι εμείς οι δυο δεν είχαμε βρεθεί πιο νωρίς. Ατέλειωτες συζητήσεις, ατέλειωτες συνομιλίες και μηνύματα, ατέλειωτες ώρες πειραγμάτων κι υπονοούμενων, συναντήσεις σε γνωστές κι άγνωστες γειτονιές, κρυφά ραντεβού, κλεφτά φιλιά, κλεμμένες νύχτες, βόλτες όπου μας έβγαζαν τα δρομάκια της κρυφής δικής μας πόλης. Μιας πόλης πάνω απ’ την πόλη τους, φτιαγμένης μόνο για τους αληθινά ερωτευμένους και τους παράνομους. Μόνο που τότε εμείς τα συνδυάζαμε όλα.

Σε αγκάλιαζα κι ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν. Σε φιλούσα και κόβονταν τα γόνατά μου. Σε ήθελα κι όλο το κορμί μου λυνόταν στα χέρια σου. Μαζί με εμάς που προσπαθούσαμε αδιάκοπα να αψηφήσουμε το χρόνο για να κερδίσει λίγη ακόμη ώρα το «μαζί», πηγαινοερχόταν στα πλακόστρωτα και τα φαντάσματα άλλων ερώτων, άλλων ιστοριών. Κάθε σκιά περαστικού και μια μικρή απωθημένη ιστορία που ζωντάνευε μέσα απ’ τα μάτια μας. Κι άρχιζαν όλο και πιο πολύ να ξεθωριάζουν κι οι δικές μας παλιές ή παράλληλες ιστορίες. Ξεθώριαζαν οι φόβοι μας, ξεθώριαζαν οι ενδοιασμοί μας. Λες και κάθε φορά που σε κρατούσα ένα αόρατο χέρι έσβηνε καθετί που δεν ταίριαζε με τη στιγμή, σαν να ήταν γραμμένο με κιμωλία σε μαυροπίνακα.

Μας καθόριζαν τα αρώματά μας, μας καθόριζαν τα τραγούδια μας, τα μέρη μας, τα ανείπωτά μας που φώναζαν πιο δυνατά κι απ’ τα ειπωμένα μας, μας καθόριζαν όσα παραδεχτήκαμε, τα σκοτάδια που μας έκρυβαν από όλους τους άλλους φανερώνοντας τη μία στα μάτια της άλλης πιο γυμνές από ποτέ. Όλοι οι άλλοι απλά αδιάφοροι περαστικοί απ’ τις ζωές μας. Σαν στοιχειά που δεν ξέραμε πια αν ποτέ υπήρξαν. Κι εκείνες οι γειτονιές καλύφθηκαν επιτέλους με τα αρώματά μας, με τα τραγούδια μας, έγιναν τα μέρη μας, πότισαν απ’ τα ανείπωτά μας κι από τα ειπωμένα μας, άκουσαν όσα παραδεχτήκαμε και τα έκρυψαν στα δρομάκια και τα εγκαταλειμμένα τους κτήρια για να τα προστατέψουν απ’ τους αδιάκριτους. Μας πρόσφεραν απλόχερα τα δικά τους σκοτάδια για να μας κρύψουν από όλους τους υπόλοιπους και να μας κάνουν να φανερωθούμε μόνο η μία στην άλλη πιο γυμνές από ποτέ.

Ακόμη περπατάμε στις γειτονιές μας. Κι αυτοί οι ρομαντικά στοιχειωμένοι δρόμοι με τα ζωντανά φαντάσματα, την άναρχη τέχνη τους και τους γοητευτικούς δαίμονές τους, ξέρεις, θα μου θυμίζουν πάντα την πρώτη φορά που παλέψαμε τα δικά μας φαντάσματα για να σμίξουμε, τις διάφορες μορφές τέχνης που άναρχα μας έφεραν κοντά και τους γοητευτικούς δαίμονες που γεννήθηκαν μέσα μας για να παλέψουμε όσα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε καταλήγοντας μαζί.

Θα μου θυμίζουν την πρώτη φορά που μου είπες ότι ήρθα και τάραξα τις βολεμένες σου ισορροπίες, θα μου θυμίζουν την πρώτη φορά που βρήκα τα κότσια και σε κόλλησα στον τοίχο αψηφώντας τα πάντα, την πρώτη φορά που σε ξαναείδα μετά από έναν μήνα και συνειδητοποίησα χάνοντας τη γη ότι ήσουν ακόμη πιο καύλα απ’ όσο θυμόμουν, την πρώτη φορά που μπήκα στο αμάξι κι έκανα κεφάλι απ’ την παρουσία σου και το άρωμά σου, την πρώτη φορά που είπαμε αυτό που νιώθαμε όσο νωρίς κι αν ήταν, χωρίς να τρομάξουμε ως συνήθως, κι αυτό σήμαινε ότι κάτι πήγαινε επιτέλους πολύ σωστά.

Τώρα, τόσον καιρό μετά, μου βγαίνει να σου πω –καθώς περπατάμε σε ένα από αυτά τα δρομάκια– ότι θέλω να είσαι πάντα ο παράνομος έρωτάς μου γιατί οι νόμοι τους με ξενερώνουν. Ότι έχουμε ακόμη πολλές πρώτες φορές να ζήσουμε, ότι ακόμη δε με έχεις πάει να δω από ‘κει πάνω την ανατολή, ότι όσος καιρός κι αν περάσει, είτε είμαστε μαζί ή έστω κι αν κάποτε πάψουμε να είμαστε μαζί, εκεί, σε αυτές τις γειτονιές θα βλέπουμε η μία την άλλη πάντα.

Θα γίνουμε άλλα δυο φαντάσματα ανάμεσα στους περαστικούς να μας θυμίζουμε ότι ο έρωτας κάποτε σβήνει ή θα παραμείνουμε ζωντανές ανάμεσα στις σκιές τους για να διαψεύδουμε κάθε μέρα το θνησιγενές των ερωτευμένων; Ποιος μπορεί να πει; Ίσως μόνο εμείς κι όλα όσα θέλουμε στ’ αλήθεια.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη