Αναμονές. Αχ, αυτές οι αναμονές. Είναι ικανές να σε διαλύσουν ή να σε απογειώσουν πιο πολύ κι από το ίδιο το αποτέλεσμα μερικές φορές. Κι όταν συνδυάζονται με συναίσθημα; Όταν προσωποποιούνται μέσα από έναν συγκεκριμένο άνθρωπο που θέλοντας και μη η καρδούλα σου πιάνει ιλιγγιώδη ντεσιμπέλ παλμών κάθε που τον σκέφτεσαι; Εκεί να δεις τι γίνεται. Τρικυμία εν κρανίω επικρατεί όσο περιμένεις μια απάντησή του, ένα βλέμμα του και φυσικά -ένα απ’ τα πιο βάρβαρα πράγματα στη λίστα των stand by- μήνυμά του.

Ψήνεσαι στα κάρβουνα. Κοχλάζεις στο ζουμί σου. Γίνεσαι υπερκινητικός εσωτερικά -ενίοτε κι εξωτερικά-. Αδυνατείς να συγκεντρωθείς απόλυτα κάπου. Είσαι συνεχώς σε μια εγρήγορση που κάνει τα speedάκια μπροστά της να ωχριούν. Και κάθε ερέθισμα που θα μπορούσε να σημάνει συναγερμό σε τινάζει πάνω ανά δευτερόλεπτο. Λαχταράς όσο τίποτε να δεις το όνομά του σε μια οθόνη.

Το κινητό γίνεται ζωτικό όργανο εξωτερικής χρήσης. Στέκεσαι μπροστά στο laptop, σκρολάρεις την αρχική σελίδα του facebook σαν υπνωτισμένος κοιτάζοντας χωρίς στην πραγματικότητα να βλέπεις τίποτε κι όλα μοιάζουν απελπιστικά βαρέτα. Κοψοφλέβικα ως κι εκνευριστικά ανούσια. Κοινώς όλα σου φταίνε, τρώγεσαι με τα ρούχα σου κι η ησυχία σβήνεται απ’ το θυμικό σου, δε θυμάσαι πλέον τι είναι ή με τι μοιάζει.

Ώσπου ξαφνικά ένα κόκκινο σημαδάκι πάνω δεξιά, εκεί, στα εισερχόμενα, έρχεται να σε βγάλει απ’ τη μαύρη απελπισία. Ρε μπας κι η αναμονή έγινε πράξη; Μήπως πίσω απ’ αυτό το σηματάκι κρύβεται επιτέλους αυτός ή αυτή; Την ψυχή σου θα έδινες για να εμφανιστεί πλασματικά μπροστά σου, έστω και μέσα απ’ το πλαίσιο του απρόσωπου messenger. Θα την έδινες όντως, αν δεν είχε ήδη βγει όσο περίμενες.

Και πλησιάζει το βελάκι και γίνεται το κλικ. Κι έρχονται τα καντήλια στον άκυρο που σε τάραξε τολμώντας να μην είναι αυτός που ήθελες. Αν είναι φίλος σου, του τα χώνεις και στ’ αλήθεια πριν πιάσετε την κουβέντα, τόσα κρατάς μέσα σου, ας τα βγάλεις κάπου, γι’ αυτό είναι οι φίλοι. Αν είναι απλός γνωστός τον στολίζεις με γαλλικά παραμιλώντας μόνος σου κι ίσως να μην ανοίξεις καν αμέσως το μήνυμα του, έτσι για να μάθει.

Και μετά το πρώτο σοκ, άντε φτου κι απ’ την αρχή στο περίμενε. Γλυκό βασανιστήριο όταν πρόκειται για την πρώτη επαφή, για το πρώτο αλισβερίσι σ’ ένα παιχνίδι με ανταπόκριση. Αυτή η αναμονή της αρχής, έχει τη γεύση της ξεσηκωτικής, παθιασμένης, μαζοχιστικής ανυπομονησίας. Γίνεσαι αίφνης δεκαπεντάχρονο στα πρώτα ολέθρια -για τα δικά του μάτια- σκιρτήματα.

Και γουστάρεις. Ξέρεις ότι το πιθανότερο είναι κι η άλλη πλευρά να βιώνει την ίδια κατάσταση κι αυτό το αμφίδρομο τσίτωμα ανάμεσά σας ανάβει τα αίματα και σας φουντώνει ακόμη πιο πολύ.

Είναι όμως κι εκείνες οι άλλες, οι φρούδες αναμονές. Εκείνες οι αναμονές που έδωσαν τη θέση της ανυπομονησίας στη θέση μιας ανυπόμονης-υπομονής, που αυτοδιαψεύδεται έτσι για όσο. Οι αναμονές για όσα μηνύματα ξέρεις μέσα σου ότι ποτέ δε θα ξαναφανούν στην οθόνη σου, αλλά επιμένουν να κατατρώνε την ψυχή σου σαν το σαράκι. Δεν είναι ότι παραμυθιάζεσαι. Το έχεις πια εμπεδώσει πως ό,τι έφυγε δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει. Κι όμως. Λες και το κάθε αύριό σου τρέφεται απ’ το απίθανο, η αβάσταχτη ώρες-ώρες επιθυμία σου επισκιάζει τη γαμημένη πραγματικότητα.

Κάπως έτσι οι μέρες γίνονται μήνες, ίσως ακόμη και χρόνια, μεστώνει το μη αναστρέψιμο στην καρδιά σου, πονάει κάθε που αλλάζει ο καιρός σαν παλιό τραύμα κι η ψεύτρα αναμονή θυμίζει περισσότερο τον βραχνά της νοσταλγίας για μια εκρηκτική παρουσία που κατέληξε να γίνει εκκωφαντική απώλεια.

Αλλά ρε γαμώτο! Πόσες χιλιάδες εκρήξεις θα συντάραζαν τη ζωή και την ύπαρξή σου αν έβλεπες πάλι εκεί, στα εισερχόμενα, το αναθεματισμένο εκείνο όνομα που κατάφερε να σε σημαδέψει; Εδώ γελάμε. Γιατί «και μετά ξύπνησες». Ζήσανε αυτοί καλά κι εσύ τραγουδάς ακόμη το «θα ξανάρθεις, δεν μπορεί παρά μια μέρα να ξανάρθεις» θέλοντας να αυτοσαρκαστείς. Ενώ πιο ειλικρινές θα ήταν αν σιγομουρμούριζες το «ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ». Έστω και μέσα από ένα μήνυμα. Γι’ αρχή.

Πόρνες οι αναμονές. Στην οξεία τους μορφή σε γεμίζουν ορμητικότητα, σε ζωντανεύουν, σε ταρακουνούν και σε παθιάζουν. Στη χρόνια μορφή τους γίνονται ανελέητες θυμίζοντας κάτι από μαρτύριο της σταγόνας σε απευθείας σύνδεση με τον εγκέφαλό σου. Κι αλίμονο αν το «πότε θα στείλεις ρε γαμώτο;» γίνει «γιατί δε στέλνεις ρε γαμώτο;» και μετά «μακάρι να έστελνες ρε γαμώτο».

Να ξέρεις πως τότε θα έχεις ήδη καταδικαστεί σε ισόβια ανεκπλήρωτη ανυπομονησία απέναντι στο πρόσωπο μιας άτοπης επιθυμίας. Τι πιο εξαντλητικό απ’ την υποχθόνια εγρήγορση, που ούτε καν εσύ ο ίδιος δεν μπορείς πλέον να στηρίξεις;

Απ’ την άλλη φαντάζεσαι, λέει, να έστελνε;

 

Επιμέλεια κειμένου Έλλης Πράντζου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου