«Κοίτα μην πεθάνεις χωρίς να δοκιμάσεις τι θαύμα είναι να γαμάς από έρωτα», είχε πει ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Και μέσα σε μία φράση εκδηλώνεται σε όλο της το μεγαλείο όλη η παραφορά του έρωτα.

Μόνο όταν ερωτευτείς πραγματικά μπορείς να ξεχωρίσεις τη χαοτική διαφορά μεταξύ απλής σωματικής διέγερσης και κάβλας συθέμελης. Έλξης υπαρξιακής. Τότε είναι που χωρίς να το θέλεις κάνεις μέσα σου μια σούμα με τα κρεβάτια που μοιράστηκες ως εκείνη τη στιγμή, για να φτάσεις στο συμπέρασμα πως όλα μαζί δεν αρκούν ούτε καν για ν’ αγγίξουν την απόλυτη ηδονή του ενός. Διαγράφονται οι αισθήσεις απ’ τη μνήμη σου υποκλινόμενες μπροστά στην ίδια τη θύελλα κι ίσως απλώς να μείνουν κάποιες σκόρπιες, άχρωμες εικόνες σαν ανούσιες αναμνήσεις του χτες.

Όσες νύχτες κι αν χάρισες, όσα κορμιά κι αν γνώρισες, όσες ανάσες κι αν ένιωσες, όσα φιλιά κι αν γεύτηκες, σαρώνονται αλύπητα απ’ τη λάβα εκείνου που κατάφερε να σε κάνει να τελειώσεις εγκεφαλικά άπειρες φορές προτού πέσεις άγριος όσο ποτέ μα κι απόλυτα παραδομένος στα χέρια του. Γιατί τον έρωτά σου τον έχει ξεχωρίσει ήδη πριν από σένα κάτι ανεξήγητο, απάλευτο, ανεξέλεγκτο κι άπιαστο. Πάνω από σένα.

Είναι άυλος μα και θηριώδης. Γεννιέται στις αύρες, τα αρώματα, τα μάτια, τα χαμόγελα, τις σκέψεις και τα λόγια. Σβήνει σε μαύρο φόντο κάθε άκυρο επίδοξο κι εφήμερο πάθος. Η μορφή του καταπίνει όποιον άλλον τολμήσει να σταθεί δίπλα του. Και δεν περιορίζεται στη σάρκα, στην επιφανειακή συνηθισμένη ευχαρίστηση. Αρκεί μόνο να σε κοιτάξει, κάτι μικρό να σου πει, για να εκτιναχθούν οι παλμοί σου στο άπειρο.

Σκέψου, λοιπόν, πώς θα είναι όταν έρθει η στιγμή με αυτόν τον άνθρωπο ν’ ανταλλάξετε πλέον τα πάντα σας. Πώς θα είναι όταν πέσετε επιτέλους δυο σας στο κρεβάτι -ή οπουδήποτε αλλού- έχοντας φτάσει ήδη νωρίτερα στο αμήν χωρίς καν να χρειαστεί ν’ αγγίξετε ο ένας τον άλλον.

Σε κοιτάζει και δεν υπάρχει σημείο πάνω σου ή μέσα σου που να μην πονάει από λαχτάρα. Σου μιλάει και θέλεις να ορμήσεις και να «κατασπαράξεις» κάθε σπιθαμή ενός κορμιού που στην κυριολεξία φλέγεται μπροστά στα μάτια σου. Ο πόθος ενός ερωτευμένου είναι θηρίο ανήμερο. Λες «σε θέλω» και πονάς. Σκέφτεσαι ότι το κάνετε και θες να δαγκώσεις τον εαυτό σου για να κρατηθείς όσο γίνεται πιο νηφάλιος. Μα δεν τα καταφέρνεις. Το θέλεις. Και το θέλεις σαν να πρόκειται να πεθάνεις αύριο χωρίς αυτό.

Διότι δε μιλάμε εδώ για την απλή αδιάφορη εκτόνωση της μιας βραδιάς με κάποιον ή κάποια που έτυχε να σου αρέσει λιγότερο ή περισσότερο. Γι’ αυτό κι οι πιο πολλοί άνθρωποι όταν ερωτεύονται πραγματικά, δυσκολεύονται να τα δώσουν όλα σε οποιονδήποτε άλλον αν το αντικείμενο του πόθου τους αποτελεί ανεκπλήρωτο απωθημένο.

Νιώθουν χαμένοι, σαν να μην τους καλύπτει τίποτε, θαρρείς και δεν μπορούν να λειτουργήσουν πλέον με κανέναν άλλον πέρα από αυτόν ή αυτή. Όλοι συγκρίνονται και χάνουν παταγωδώς. Ούτε το μυαλό ούτε το κορμί ξεγελιούνται με υποκατάστατα. Όλα πάνω τους σε πλήρη άρνηση αναζητούν μόνο ό,τι περισσότερο ερωτεύτηκαν. Άγρια. Μανιασμένα. Τρομακτικά.

Κάποιοι, βέβαια, ίσως καταφέρνουν και βρίσκουν όντως αλλού διεξόδους και μάλιστα κατ’ εξακολούθηση προσπαθώντας να ξεφύγουν από αυτό που πραγματικά επιθυμούν. Ή προσπαθώντας να πληγώσουν αυτό που δεν έχουν αναλώνονται οι ίδιοι σε ανούσια πάρε-δώσε. Το μόνο που καταφέρνουν όμως στο τέλος της μέρας είναι να κάνουν ακόμη πιο εμφανές κι αβάσταχτο το κενό εκείνου που δεν μπορούν να έχουν.

Ακόμη κι αν κάνεις σεξ με πολλούς, λοιπόν, ίσως νιώσεις κάποτε πως είναι σαν να μην έχεις κάνει με κανέναν. Αυτό λέγεται εφήμερη εκτόνωση. Όταν όμως κάνεις σεξ με αυτόν ή αυτή που πραγματικά ποθείς, τότε νιώθεις πως δε σε ενδιαφέρει εκείνη τη στιγμή να πας με κανέναν άλλον. Είναι ο ίδιος για σένα από μόνος του πιο έντονος απ’ όλους τους οργασμούς που είχες ποτέ με άλλους πριν τον γνωρίσεις. Κι αυτό είναι έρωτας.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη