Οι όροι EQ και IQ συχνά χρησιμοποιούνται λανθασμένα από τον κόσμο. Πολλοί αναφέρονται στον έναν όρο εννοώντας τον άλλον και το αντίστροφο. Ακόμα περισσότεροι όσοι δεν έχουν ξεκαθαρίσει ακόμα στο μυαλό τους τι ακριβώς είναι το EQ στο οποίο και δίνεται λιγότερη προσοχή, ενώ από την άλλη μεριά ο όρος IQ είναι ευρέως διαδεδομένος κι ο κόσμος πια περισσότερο εξοικειωμένος με αυτόν. Κατά πόσο όμως γνωρίζουμε εις βάθος τους δύο όρους και πόσο αυτοί συνδέονται, αλληλεπιδρούν και συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον;

Αρχικά ας ξεκαθαρίσουμε με απλά λόγια τι ακριβώς εννοούμε με τον έναν όρο και τι με τον άλλον. Το IQ βγαίνει από τις λέξεις «Intellectual Quality», αγγλιστί «πνευματική ποιότητα». Το IQ βασίζεται στο δείκτη νοημοσύνης και μετράει την ευφυΐα του ανθρώπινου εγκεφάλου σε σχέση με άλλους. Παίζει ισχυρό ρόλο στις ακαδημαϊκές επιδόσεις του ανθρώπου. Πλέον είναι ευρέως διαδεδομένο το γεγονός ότι για την επίλυση προβλημάτων, είτε θεωρητικής φύσης είτε πιο πρακτικής, δε χρησιμοποιούμε ολόκληρο τον εγκέφαλό μας παρά μόνο ένα τμήμα αυτού. Με λίγα λόγια κάνουμε χρήση συγκεκριμένων τμημάτων και νευρώνων που βρίσκονται στο μυαλό και που ενεργοποιούνται ανάλογα  με τη φύση του θέματος που καλούμαστε να επιλύσουμε.

Από την άλλη έχουμε τον όρο EQ γνωστός και ως Emotional Quotient ή και ως Emotional Intelligence. Μιλάμε δηλαδή για τη συναισθηματική νοημοσύνη. Ο όρος EQ έχει να κάνει ουσιαστικά με τη συναισθηματική ωρίμανση στην οποία ενδεχομένως να βρίσκεται ένας άνθρωπος. Με το κατά πόσο είναι ο ίδιος σε κατάσταση να αναγνωρίζει τα συναισθήματα που τον διακατέχουν και ταυτόχρονα να τα εντοπίζει σε άλλους, με σκοπό να λειτουργεί καλύτερα μια σχέση, μια συνεργασία ή μια ομαδική δραστηριότητα. Έχει άμεση σχέση με το χειρισμό των διαπροσωπικών επαφών των ανθρώπων από πολύ νεαρή ηλικία στο σχολείο, αργότερα στο πανεπιστήμιο, στο χώρο εργασίας, στις προσωπικές καθώς και στις φιλικές σχέσεις. Βέβαια ο σκοπός δεν περιορίζεται μονάχα σε μια απλή συνεννόηση αλλά και στο να μπορεί ο καθένας να μπαίνει στη θέση του άλλου και να νιώθει έμμεσα αυτά που αισθάνεται ο συνάνθρωπός του. Με μία λέξη, έχει να κάνει με την ενσυναίσθηση.

Όταν αναφέρεται κανείς σε αυτούς τους δύο όρους μια συχνή διαφωνία που προκύπτει είναι το ποιον από τους δύο δείκτες είναι πιο σημαντικό να έχει κανείς ανεπτυγμένο. Το ποιος από τους δύο έχει μεγαλύτερη ισχύ και ποιος μπορεί να βοηθήσει έναν άνθρωπο περισσότερο στο να προοδεύσει είναι σίγουρα μερικές από τις απορίες που προκύπτουν. Παρότι το IQ είναι περισσότερο διαδεδομένος όρος, το EQ θεωρείται εξίσου σημαντικό. Ακονίζοντας τη συναισθηματική νοημοσύνη ο άνθρωπος κοινωνικοποιείται και διευρύνει τους ορίζοντές του. Διαμορφώνει τη συνείδησή του κι ανακαλύπτει ενδιαφέροντα και προοπτικές για το μέλλον. Και όλα αυτά μέσα από την ανάπτυξη του ίδιου του εαυτού του. Το άτομο γίνεται πολύ πιο ανθεκτικό σε διάφορες περιστάσεις της ζωής και ταυτόχρονα καταφέρνει να δεθεί με άλλους συναισθηματικά. Η καθημερινότητα εξομαλύνεται, οι δυσκολίες φαντάζουν ευκολότερες, αλλάζει η διάθεση, μειώνονται τα επίπεδα άγχους και στρες και ταυτόχρονα δημιουργούνται δεσμοί οι οποίοι προσφέρουν τη σιγουριά του ότι υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους μπορούμε να στηριχτούμε και μαζί να γίνουμε πιο λειτουργικοί, ευέλικτοι και δημιουργικοί. Είναι αδύνατον να απαριθμήσουμε τα οφέλη της συναισθηματικής νοημοσύνης σε λίγες γραμμές, αλλά είναι καιρός να αρχίσουμε να δίνουμε τη βαρύτητα που αρμόζει και σε αυτήν την πλευρά της ύπαρξής μας, προωθώντας έτσι την ενσυναίσθηση και την ανθρωπιά μέσα στο κοινωνικό σύνολο.

Σκεφτείτε πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος εάν το EQ κατείχε πρωταρχικό ρόλο στη συνείδηση του ανθρώπου προτού αυτός προβεί σε οποιαδήποτε κίνηση προς  άλλους. Με άλλα λόγια πόσο διαφορετικά συγκροτημένη θα ήταν η κοινωνία μας ή η οποιαδήποτε κοινωνία, αν μπαίναμε στη θέση του άλλου και αισθανόμασταν την κακουχία, την αδικία, τις δυσμενείς καταστάσεις και την κακή ψυχολογία που ενδεχομένως να προκαλούμε ακούσια ή εκούσια. Ακούγεται σαν ένα κράμα ουτοπικού και φαντασίας, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι όλα όσα σήμερα βλέπουμε για σωστά ξεκίνησαν κάποτε από μια ιδέα που έμοιαζε να ανήκει στη σφαίρα του εξωπραγματικού.

Τίποτα από τα παραπάνω δε σημαίνουν πως επιλέγοντας το ένα πρέπει να απορρίψουμε το άλλο. Ιδανικά θα πρέπει να αποκτήσουν μια κοινή πορεία εξέλιξης. Ο ένας όρος συμπληρώνει τον άλλον οπότε θα ήταν λάθος να κρατάμε τον έναν παραγκωνίζοντας τον άλλον. Το θέμα είναι να υπάρχει ισορροπία -κι αν αυτό προωθούνταν στα σχολεία όσο η παπαγαλία, τότε η κατάσταση της κοινωνίας θα ήταν καλύτερη. Είναι λογικό να δίνουμε περισσότερη βάση σε ένα από τα δύο στοιχεία της προσωπικότητάς μας, αυτό συμβαίνει άθελά μας, ασυναίσθητα. Παρ’ όλ’ αυτά το σημαντικό είναι και οι δύο όροι να είναι περίπου στα ίδια επίπεδα για να αναφερόμαστε σε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που μπόρεσε και πάντρεψε τους  ισχυρότερους παράγοντες της ανθρώπινης ανάπτυξης, του πολιτισμού και όλα αυτά για τα οποία καυχιόμαστε. Είναι αποδεδειγμένο κι από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα πως με το να δίνουμε βάση και στα δύο όσο εξελισσόμαστε, μας βοηθάει να πετυχαίνουμε πολλά περισσότερα στη ζωή.

Το EQ και το IQ θα μπορούσαν τελικά να χαρακτηριστούν ως οι λίγο πιο επίσημοι αντιπρόσωποι της ισχυρότερης μάχης της ανθρωπότητας, που δεν είναι άλλη από αυτή του μυαλού και της καρδιάς. Δύο παράγοντες που θα στροβιλίζονται για πάντα στην πίστα, άλλοτε σαν σύμμαχοι κι άλλοτε σαν αντίπαλοι, αποδεικνύοντας έτσι πως ο άνθρωπος θα συνεχίσει να εξελίσσεται, μένοντας όμως αιώνια αιχμάλωτος στα δεσμά μιας παγίδας από την οποία δεν έχει τη δύναμη να ξεφύγει. Και αυτό γιατί πολύ απλά η συγκεκριμένη μάχη εξελίσσεται μέσα του και την παγίδα αυτή, ακόμη και αν δεν το παραδέχεται, την έχει στήσει μόνος του.

Συντάκτης: Γιώργος Γκαρακλίδης
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη