Σκεφτόμουν ν’ αφήσω αυτό το άρθρο για αργότερα, όμως ποιος μου εγγυάται πως θα είμαι σε θέση να το γράψω μετά; Κανένας και τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί για το μέλλον -όσο άμεσο κι αν είναι αυτό-, ενώ το σύμπαν όταν ακούει «μετά» γελάει.

Είναι πλέον γεγονός πως ζούμε σε μια εποχή που κινείται ταχύτατα και δε συνηθίζει να κάνει παύσεις, διότι παύση και κατ’ επέκταση αργοπορία σημαίνει λιγότερη παραγωγικότητα και άρα λιγότερα κέρδη. Η καθημερινότητά μας έχει πλέον μετατραπεί σ’ έναν αγώνα δρόμου που νικητής είναι ένας άγνωστος και ποτέ εμείς. Για εμάς τους ίδιους υπάρχει πάντα κάτι περισσότερο να κάνουμε για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα που κι αυτό πάντα φαντάζει τόσο μακρινό.

Από ένα σημείο και μετά εμείς επιλέγουμε συνειδητά στην πορεία ν’ αφήνουμε λίγο στην άκρη τους ανθρώπους γύρω μας, τις στιγμές που θα μπορούσαμε να περνάμε μαζί τους, τα γενέθλια, το πάρτι στην παραλία, το γάμο, την ορκωμοσία του καλύτερού μας φίλου, μια απλή βόλτα, έναν περίπατο στο ύπαιθρο, παιχνίδια στο γκαζόν με τον τετράποδο φίλο μας, ένα χαλαρό μπάρμπεκιου με τους γονείς μας Κυριακή απόγευμα, την παρουσία μας ψυχή τε και σώματι στη σχολική γιορτή του παιδιού.

Ακούγονται όλα τόσο εύηχα στ’ αφτιά μας και παράλληλα τόσο συναρπαστικά που τα «κοιτάμε» με μερική νοσταλγία. Μια νοσταλγία που απορρέει από στιγμές που προτιμήσαμε να γυρίσουμε την πλάτη μας στο παρόν και στους ανθρώπους μας για να μείνουμε μισή ώρα ακόμα στη δουλειά. Προτιμήσαμε να τελειώσουμε τα δικόγραφα, να κάνουμε καταγραφή και καταμέτρηση, να ετοιμάσουμε το πρόγραμμα του αφεντικού, να διορθώσουμε διαγωνίσματα ενώ δεν ήταν επείγον. Επιλέξαμε να ανυψώσουμε το ηθικό μας μέσα από μια λίστα με επαγγελματικές υποχρεώσεις ξεχνώντας πως μερικά χιλιόμετρα μακριά ο σύντροφός μας περιμένει μια γλυκιά κουβέντα. Το παιδί που καρτερά να σε δει μετά από τόσες ώρες να σου πει για τη νέα φίλη που έκανε, να σου απαγγείλει τα λόγια που έμαθε απ’ έξω για τη γιορτή, να σου δείξει όλο καμάρι το εικοστό αυτοκόλλητο σερί που έλαβε στην ορθογραφία.

Μερικά χιλιόμετρα, λίγη όρεξη και μια σκέψη προτεραιότητας μας χωρίζουν από το χρόνο που θα μπορούσαμε να περνάμε με το σκύλο, το γάτο, το κουνέλι που διαλέξαμε κάποτε να μας κρατάει συντροφιά, αλλά κατέληξε να στολίζει το σπίτι, χωρίς προσοχή, χωρίς συναίσθημα. Οι γονείς; Αυτοί που δε θα παραπονεθούν σαν το παιδί, σαν τον σύντροφο, σαν τον σκύλο που σε κοιτάζει μ’ ένα μόνιμο παράπονο. Οι γονείς, λοιπόν, που με τον καιρό σού ήταν λιγότερο αναγκαίοι, είναι εκεί. Σε κοιτάζουν και σε περιμένουν. Λένε δεν ήρθε σήμερα, θα έρθει αύριο. Λένε δεν μπόρεσε να έρθει στα γενέθλια, θα έρθει τις επόμενες μέρες να μας κάνει έκπληξη και να μας «γεμίσει» με την παρουσία του. Λένε θα έρθει, μα δεν έρχεσαι ποτέ.

Οι μέρες περνάνε κι όλο κάτι γίνεται και το αναβάλλεις. Πότε η κούραση, πότε οι επιπλέον ώρες στη δουλειά, πότε τα προσωπικά προβλήματα και ποτέ οι γονείς, οι φίλοι, οι αγαπημένοι άνθρωποι. Και το ποτέ για άλλους γίνεται τρόπος ζωής και για εμάς ρουτίνα που θα σπάσει πιο μετά, ύστερα, κάποτε. Εξάλλου δε χάθηκαν οι μέρες.

Έχουμε συνηθίσει να παίρνουμε το χρόνο ως δεδομένο. Ζούμε, εργαζόμαστε, διεκπεραιώνουμε υποθέσεις, ολοκληρώνουμε καθήκοντα και ξανά από την αρχή και νιώθουμε πως το «μετά» και το μέλλον είναι εκεί. Άλλωστε γι’ αυτό δε δουλεύουμε τόσο; Για να εξασφαλίσουμε το μέλλον; Κι όλο το «μετά» επιμηκύνεται και συστέλλεται. Δεν το φτάνουμε ποτέ. Λέμε διηνεκώς πως κι αύριο μέρα είναι. Ένα αύριο αόριστο, τυχαίο, μουντό, μακρινό, παράλογο. Μακάρι λέω να είχαμε κατανοήσει σαν άνθρωποι πόσο ανέλπιστα αισιόδοξη λέξη είναι το «αύριο». Κι εύχομαι να υπάρχει μπόλικο για όλους μας. Αλλά αργεί και δε συνειδητοποιούμε ποτέ πόσο χαμένο πήγε το «χθες» και πόσο εύκολα μπορούμε να αλλάξουμε το σήμερα. Μέχρι που το αύριο δεν έρχεται ποτέ και μαθαίνουμε θέλοντας και μη πως το χθες μπορούσε να φωτίσει την επόμενη μέρα μας.

Νιώθω λύπη κι ανακούφιση ταυτόχρονα. Ξέρω πως η μια παγίδα φέρνει την άλλη κι ότι εύκολα έχουμε την τάση να τα παίρνουμε όλα ως δεδομένα. Έχω όμως την όρεξη να φιλήσω και να πλησιάσω ξανά όλους αυτούς που παραγκωνίζω καθημερινά για ένα «μετά» που έρχεται χωρίς εγγύηση. Δε θέλω χρόνο. Θέλω τρόπο και ενσυναίσθηση να κατανοήσω πως εν τέλει όλα είναι εφήμερα και πως αργά η γρήγορα «θα εξατμιστούν», μαζί κι εμείς. Ας γίνει όμως αφού θα έχουμε χορτάσει τη ζωή και την παρέα των αγαπημένων μας. Κάπου εκεί ίσως βρεθεί και το νόημα που όλοι ψάχνουμε πυρετωδώς. Το αύριο έρχεται. Ετοιμάσου να το γεμίσεις με ζωή, στιγμές και ανθρώπους και προς Θεού μην το μετατρέψεις σε μια αρένα με φόντο τα κέρδη και δρόμο την ψυχή σου. Θα κουραστείς. Μην παίρνεις ως δεδομένο τίποτα και κανέναν. Σήμερα στείλε ένα μήνυμα σ’ αυτούς που ξέχασες, επειδή είχες τρεχάματα. Κι αν βρεθεί κανείς να σου πει πως στόχος είναι να δουλεύεις και να ολοκληρώνεις αυτά που αρχίζεις πες του θα γίνει κι αυτό. Αύριο…

Συντάκτης: Γιώργος Γκαρακλίδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.