Ανάλαφρη τη βρήκε το πρωί έπειτα από ύπνο γλυκό και δίχως όνειρα. Υπήρχε ένα χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη της. Είχε κάτι διαφορετικό η μέρα εκείνη. Το ένιωθε μα να το προσδιορίσει δεν μπορούσε. Και να το απρόσμενο τηλεφώνημα.

-«Καλημέρα. Πάμε για καφέ;». -«Φύγαμε», λέει και συνέχισε να τεμπελιάζει. Δε θα βιαζόταν, θα έδινε χρόνο, θα τα έκανε όλα με το πάσο της. Έτσι, γιατί ήθελε μία μέρα να είναι ήρεμη, χαλαρή, δίχως έγνοιες. Μα, είναι κάποιες φορές που μία μικρή καθυστέρηση συμβάλλει στο να συμβεί κάτι την κατάλληλη στιγμή.­­­­­

Και βρέθηκε στο στέκι με τη γνωστή παρέα. Κι ήταν εκεί κι αυτός ο φίλος που τόσο σπάνια γελούσε και σε όλα έβρισκε κάτι αρνητικό. Διαρκώς γκρίνιαζε και φλυαρούσε κι εκείνη ένιωσε μια απότομη κατάπτωση στη διάθεσή της και μία έντονη μανία να φύγει. Ώσπου, άκουσε ένα γέλιο γάργαρο, δυνατό, ευχάριστο.

Γύρισε το κεφάλι απότομα. Ήθελε να δει την πηγή του γέλιου εκείνου. Η χροιά του την είχε μαγνητίσει. Έμοιαζε γέλιο ανθρώπου που δεν είχε ξεπεράσει τα είκοσι μα σαν να ήταν και γεμάτο εμπειρίες ζωής. Και τότε την είδε.

Μία κυρία όχι κάτω από 50 μα ούτε και πάνω από 55. Καθόταν εκεί, αμέριμνη με τον σύζυγό της και γελούσαν με τη σερβιτόρα η οποία εκείνη τη στιγμή μάλλον τους είχε πει κάτι ωραίο. Κι εκείνη σαν να ένιωσε το βλέμμα της επάνω της γύρισε προς το μέρος της.
«Καλημέρα», της είπε και σάστισε. Αναρωτήθηκε πώς γίνεται έτσι απλά να μιλάει σε μία άγνωστη. Κι ενώ τα σκεφτόταν όλα αυτά η γυναίκα εκείνη, χαιρετούσε ήδη όλη την παρέα. Κι έτσι, δύο άγνωστες άρχισαν να  μιλάνε σαν να γνωρίζονταν χρόνια.

Κι άρχισε να της μιλάει για τη ζωή της ώσπου έφτασε η στιγμή και τυχαία της φανέρωσε την ηλικία της. 74 έτη μετρούσε κι αυτό την έκανε να μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Ποιο είναι το μυστικό σας;» της λέει. «Το γέλιο. Μη σταματάς να γελάς και θα μείνεις νέα για πάντα». Κι αυτή το είχε, περίφημα, καταφέρει. Ήταν πιο νέα κι απ’ τους νέους κι είχε τόση ζωή ακόμη μέσα της όση δύσκολα μπορούν κάποιοι άνθρωποι να κουβαλήσουν.

Και θαύμαζε την ομορφιά στα πάντα. Ακόμη και σε εκείνο το απλό ξύλινο τραπέζι. «Κοίτα», της είπε «δεν είναι πανέμορφο»; «Κοίτα γύρω σου, είναι όλα τόσο όμορφα που κάνουν ωραιότερη την ίδια τη γεύση του κρασιού μου. Μη νομίζεις, κι η ζωή σαν το κρασί είναι. Το μικρό μυστικό βρίσκεται στο συνοδευτικό. Αν το συνοδευτικό είναι το σωστό τότε το αποτέλεσμα θα είναι αρμονικό. Αν, όμως, επιλέξεις συνοδευτικό που δε θα του ταιριάζει τότε το καλύτερο κρασί του κόσμου να έχεις στο ποτήρι σου, μάλλον, θα προτιμήσεις να το αλλάξεις. Και δε θα φταίει το κρασί μα που η επιλογή σου δε ταίριαζε σ’ αυτό».

Κι εκείνη ένιωσε τα λόγια της σαν τόξα να καρφώνουν την καρδιά της κι ένα κύμα ζεστασιάς να τη διαπερνάει. Εκείνη η γυναίκα, είχε κερδίσει με τη ζωή της την απειλή του θανάτου. Είχε κερδίσει την ίδια τη ζωή.

Κι άκουσε τους φίλους της να της λένε πως ήρθε η ώρα να φύγουν. Δεν ήθελε να φύγει από κοντά της μα είχε να προλάβει και το λεωφορείο. «Τι πειράζει κι αν το χάσεις; Υπάρχει πάντα το επόμενο. Το θέμα είναι να προλάβεις το τρένο της ζωής. Το νόημα, όμως, κρύβεται στο να ανέβεις στο σωστό βαγόνι. Μη με ρωτάς να σου πω ποιο είναι. Ρώτα την καρδιά σου κι εκείνη θα σου δείξει τον δρόμο. Να την ακούς, να την αγαπάς και να την ακολουθείς. Ξέρει η άτιμη, ξέρει».

Κι έφυγε προβληματισμένη μα γεμάτη ενέργεια. Εκείνη η γυναίκα της είχε μεταδώσει, μέσα σε μόνο λίγα λεπτά, όλη τη θετική της αύρα. Κι όσα χρόνια κι αν περνούσαν το γέλιο της δε θα έπαυε να ηχεί στ’ αφτιά της. Όσα για τα λόγια της, αυτά είχαν, ήδη χαραχτεί στην ψυχή της.

Τελικά, δεν υπάρχει χάσμα γενεών, χάσμα ψυχών υπάρχει.

Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνας Χνάρη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Χνάρη