Κανόνισαν να πιουν καφέ στο Μοναστηράκι, σε μια από τις πολλές καφετέριες που σύχναζε πολύς κόσμος, αλλά η ατμόσφαιρά της ήταν ευχάριστη.

Χρόνια φίλοι, ο Πέτρος με την Αναστασία, γνωρίζονταν πολύ καλά.

Ήταν γύρω στα σαράντα και οι δυο και με λίγα κιλά παραπάνω αλλά γοητευτικοί, και δεν μπορούσες να πεις πως είχαν παράπονο από τη ζωή τους.

Το αγαπημένο τους θέμα όποτε έβγαιναν μόνοι τους ήταν τα ερωτικά.

Συζητούσαν πολλές ώρες, άλλοτε χαλαρά κι άλλοτε με ένταση.

Κάποιο δισταγμό έβλεπε στο βλέμμα της ο Πέτρος, μια αμηχανία, σαν να ήθελε να του πει κάτι αλλά δίσταζε. Δεν την πίεσε, ήξερε πως ήταν θέμα χρόνου να του το πει. Στο μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης, η Αναστασία διαμαρτυρόταν πως είχε περάσει αρκετό καιρό χωρίς εραστή, κι αυτό της δημιουργούσε έναν διαρκή εκνευρισμό.

Στο τέλος του το είπε: Στην απελπισία μου, γράφτηκα σε μια σελίδα γνωριμιών και έχω συναντήσει μερικούς. Αλλά είναι όλοι μαλάκες.

Ο Πέτρος αντέδρασε με ένα χαμόγελο, που καθόλου συγκαταβατικό δεν ήταν, αλλά με την ειλικρινή απορία γιατί η φίλη του τους αποκαλούσε μαλάκες.

Παιζόταν το γνωστό έργο: «θέλω αλλά ντρέπομαι γι’ αυτό που θέλω».

Ενώ δηλαδή ήθελε τόσο πολύ να κάνει σκέτο, ωμό σεξ με κάποιον, κάτι που ήθελε και ο άλλος, αντί να χαρεί γι’ αυτό, το υποτιμούσε και το περιέγραφε με τα χειρότερα λόγια.

Οι καταραμένες ενοχές δεν την άφηναν ν’ απολαύσει ούτε αυτές τις δυο ώρες που θα βρισκόταν μαζί του. Ή μάλλον, αφού τις απολάμβανε, έβαζε μπροστά το παραμύθι της πριγκίπισσας.

Είναι εντυπωσιακό πόσο έχουν βοηθήσει αυτές οι σελίδες στη αναζήτηση αποκλειστικά σεξουαλικού παρτενέρ, ούτε «ερωτικού συντρόφου» ούτε συζύγου, αν και υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις.

Οι σκληρές πατριαρχικές δομές και οι χριστιανικές ηθικολογίες έχουν μπολιάσει την κοινωνία μας με αυτή την αρτηριοσκληρωτική αντίληψη που δεν ανέχεται ούτε άντρες –αλλά κυρίως– ούτε γυναίκες να έχουν μια γνωριμία της μιας βραδιάς.

Οι μεν άντρες θεωρούν πως όλες που βρίσκονται σ’ αυτές τις σελίδες είναι «πουτανάκια», και συνεπώς πολύ χαμηλού επιπέδου, οι δε γυναίκες θεωρούν όλους αυτούς «μαλάκες» γιατί τους φέρονται με ψυχρότητα.

Δηλαδή για να καταλάβω, ρώτησε ο Πέτρος, τι ήθελες να κάνει ο άνθρωπος; Να έρθει να πει στον πατέρα σου πως θέλει να σε πηδήξει; Να το εγκρίνει και ο μεγάλος σου αδελφός και η μαμά να φτιάξει μουσακά;

Κι εσύ, παλικάρι μου, πρέπει να μάθεις πως πορνεία είναι όταν αμείβεται κάποιος για το σεξ που κάνει, όχι όταν το απολαμβάνει δωρεάν.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, οι γνωριμίες με τον τρόπο αυτό υπάρχουν, όπως –αν δεν το έχετε καταλάβει ακόμα– υπάρχουν και τα κινητά που αντικατέστησαν τον τηλέγραφο, και τ’ αυτοκίνητα που πήραν τη θέση που είχαν τα κάρα.

Νισάφι πια με τις σεμνοτυφίες του περασμένου αιώνα! Αντί να λέτε ευχαριστώ που δεν χρειάζεται να περάσετε αμέτρητες ώρες σ’ ένα καφέ, μήπως και σας προσέξει κάποιος και δε μείνετε μόνοι σας το βράδυ, έχετε πιάσει όλοι τη γκρίνια, που δεν είναι σωστό, δεν είναι ηθικό και δίκαιο.

Άσε που δεν βρίσκεσαι σχεδόν ποτέ μπροστά σε εκπλήξεις: σου λέει ο άλλος σε θέλω γεματούλα, δεν μου αρέσουν οι αδύνατες. Δεν θα τολμούσε να το πει μπροστά στην παρέα του, γιατί όλοι ψάχνουν τα μοντέλα των περιοδικών.

Ή σου λέει θέλω να έχει και μια δίπλα η κοιλίτσα σου, μ’ αρέσει να είναι λίγο πεσμένο το στήθος. Άντε τώρα στον κύκλο των 10-20 αντρών που έχει ο καθένας να τον βρεις αυτόν τον ένα, και να στο πει κιόλας.

Το πιο δελεαστικό πάντως είναι το θέμα με τις ηλικίες. Όποιος ή όποια έλκεται και ηδονίζεται με μεγαλύτερους ή μικρότερους, πού να τολμήσει να το πει στο γνωστό περιβάλλον! Ιδιαίτερα οι άντρες, και υπάρχουν πάρα πολλοί, που τους αρέσουν οι μεγαλύτερες.

Είναι γραμμένα όλα στο profile, μέχρι και τα μεγέθη και οι αναλογίες (αν και πολλές φορές δεν είναι και ακριβώς όπως γράφονται), βλέπεις και μερικές φωτογραφίες και έχεις μια εικόνα εκείνου ή εκείνης που θα συναντήσεις.

Θα μου πεις είναι ψυχρή η διαδικασία, δεν υπάρχει το φλερτ, γίνεται βιαστικά και χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο.

Σύμφωνοι. Αν όλα αυτά τα θέλεις και μπορείς να τα κάνεις στον περίγυρό σου, τότε γιατί μένεις μόνος; Γιατί δεν έχεις εραστή, σύντροφο ή σύζυγο;

Τότε μάλλον κάτι δεν κάνεις καλά κι εκεί. Το πιο συνηθισμένο λάθος που γίνεται στον περίγυρο στην αναζήτηση ερωτικού συντρόφου είναι πως κανείς δεν λέει εύκολα αυτό που πραγματικά θέλει.

Παρακολουθείστε συζητήσεις μεταξύ αντρών και μεταξύ γυναικών.

Αν αυτοί οι διάλογοι ειπωθούν όταν είναι όλοι μαζί, τότε θα γίνει χαμός.

Στη κοινωνική εικόνα που θέλει να βγάλει προς τα έξω ο καθένας προσπαθεί είτε να ωραιοποιήσει είτε να κρύψει κάποια από αυτά που πραγματικά ποθεί, από το φόβο της κοινωνικής κατακραυγής. Μπορεί μια κοπέλα να κοκκινίσει ή να σκύψει το κεφάλι βλέποντας το φούσκωμα στο στενό τζιν κάποιου από την παρέα, αλλά ποτέ δεν θα το πει ούτε στον εαυτό της.

Οι δε άντρες, συνήθως με λιγότερο αυτοέλεγχο, απλώς θα χάσουν τα λόγια τους βλέποντας ένα αντίστοιχο στενό τζιν με προκλητικές καμπύλες. Σίγουρα πάντως θα γυρίσουν να το κοιτάξουν όταν φεύγει.

Αυτά τα τόσο βασικά μπορεί να λύσει μια σελίδα γνωριμιών. Θα συναντηθείς με κάποιον ή με κάποια και δεν θα κινδυνεύεις να διαδώσει στην παρέα σου πως σ’ αρέσει πολύ το σεξ και πως είσαι διατεθειμένος να κάνεις πολύ περισσότερα απ’ όσα λες. Όλα όσα φαντάζεσαι δηλαδή.

Θα πάω ένα βήμα πιο πέρα και θα πω πως είναι πολύ σεξιστικό όλο αυτό που γίνεται.

Δηλαδή η σεμνοτυφία του καλού παιδιού ή της αιώνιας παρθένας δεν είναι σεξιστική συμπεριφορά; Δεν περιέχει μια αόρατη ψυχολογική βία που καταπιέζει την ανάγκη του άλλου για σεξ, συνήθως βασισμένη σε στερεότυπα φύλου;

Δεν είναι σεξιστικό το να μην τολμάει κανείς να μιλήσει, όχι χυδαία, αλλά ξεκάθαρα για κάτι τόσο βασικό, σημαντικό αλλά και ανθρώπινο, για τη βαθιά του ανάγκη να ενώσει το κορμί του με κάποιον άλλον;

Δεν ξέρω αν σας παρακίνησα να το ξανασκεφτείτε, αλλά πρόσφατα έμαθα πως υπάρχουν και τέτοιες σελίδες που απευθύνονται σε κόσμο που αναζητά αποκλειστικά το γάμο. Και σελίδες για ιδιαίτερα γούστα. Απ’ όλα.

Κι όλα αυτά, επειδή η κοινωνία «απαγορεύει» ακόμη και τ’ αυτονόητα, προτιμώντας να δημιουργήσει πλήθος φαντασιώσεων και στρεβλώσεων στις σχέσεις, από το να επιτρέψει την πραγματική σεξουαλική απελευθέρωση.

Συντάκτης: Γιώργος Γλαύκος