Προσποιούμαστε τους ξαφνιασμένους ενώ παρακολουθούμε τους άλλους να προσποιούνται τους ξαφνιασμένους καθώς παρακολουθούν τη λίστα των υποκλοπών που βγήκε πρόσφατα στη δημοσιότητα. Στα κοινωνικά μας βέβαια είμαστε ξαφνιασμένοι, γιατί στα κάπως πιο ιδιωτικά κάτι βράδια σε καθιστικά, οι περισσότεροι συμφωνούμε πως ουδείς όντως εξεπλάγην, όπως κι ότι πιθανότατα δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που συναντάμε τέτοιες πρακτικές στα πολιτικά της χώρας. Μεταξύ μας επίσης, χεστήκαμε πλήρως αν ο Μητσοτάκης παρακολουθούσε τον Άδωνι και γενικώς το συνάφι του. Στα εντελώς ιδιωτικά μας μάλιστα μπορεί να μουρμουρίσαμε και κάτι σαν “ε βέβαια άμα έχεις λεφτά και τον κώλο σου διασφαλισμένο παρακολουθείς όποιον θες” και να μας έκατσε λίγο βαρύ που ούτε τόσα λεφτά έχουμε, ούτε κώλους διασφαλισμένους για παρόμοια παράτολμα ρίσκα. Όλα αυτά όμως δυσκολευόμαστε λιγάκι να τα πούμε δημοσίως, που νιώθουμε επιτακτικά την ανάγκη να καταδικάσουμε μια πράξη που εναντιώνεται στα κοινωνικά πιστεύω μας. Μια πράξη που αν είχαμε την ευκαιρία στο πλαίσιο του μικρόκοσμού μας, να υιοθετήσουμε, πιστεύω ότι κάποια δευτερόλεπτα ενδοιασμού θα τα νιώθαμε.

Εδώ δε γράφουμε για πολιτική. Εδώ γράφουμε για τον άνθρωπο και τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται με τους γύρω του. Για τον κάθε άνθρωπο που, ανεξαιρέτως, απ’ τη στιγμή της γέννησης του αναζητά ένα πράγμα: Την απόδειξη της αξίας του μέσα στην αξία που θα αισθανθεί ότι του προσδίδουν όσοι τον καθρεφτίζουν. Αν σ’ αυτό το καθρέφτισμα δεν ήρθαν και τόσο καλά τα πράγματα, τότε η εντύπωση της πρωταρχικής αξίας, θα ανακυκλώνεται (ή θα προσπαθεί να αποφύγει εναγωνίως την ανακύκλωση) εις τους αιώνας των αιώνων με διάφορες και συνήθως όχι και τις καλύτερες συνέπειες.

Επιτρέψτε μου όμως μια μικρή παρένθεση, γιατί ίσως τελικά και να γράφουμε για πολιτική. Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό είχε κυρίως φανατικούς υποστηρικτές και φανατικούς πολέμιους. Λιγοστοί διατήρησαν απέναντί του την κριτική τους επαγρύπνηση αντιμετωπίζοντας τον ως έναν αξιόλογο ψυχοθεραπευτή, του οποίου το βασικό γνώρισμα ήταν ότι εισήγαγε στη χώρα μια εκλαϊκευμένη εκδοχή της ψυχολογίας κι επάνω σ’ αυτήν στήριξε τη δημοφιλία του. Οι απόψεις του όμως δεν ήταν πάντα δημοφιλείς, αν και δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα πρωτοπόρες. Όσοι λοιπόν κονταροχτυπήθηκαν μαζί του, βάσισαν τις αντιρρήσεις τους κυρίως στο γεγονός ότι επιχείρησε να κάνει σαφέστερη τη σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνία και το άτομο και μικρότερη τη διάκριση μιας οργισμένης οχλαγωγίας μ’ έναν κακοποιητικό γονιό. Μπλέξαμε τα μπούτια μας τώρα, να λένε οι κοινωνιολόγοι, ψυχολογία απ’ τα lidl να λένε οι πιο εμβαθυντικοί (;). Δεν ήταν δα ωστόσο και καμιά παρθενογέννεση όσα είπε, είχε προηγηθεί ο Φρόιντ στο “ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας” κι είχε αμφισβητηθεί εξίσου.

Το ερώτημα όμως παρέμενε και πιθανότατα θα παραμένει: Είναι όντως το βαθιά προσωπικό μια μικρογραφία του συλλογικού; Στον πυρήνα μας, μήπως είμαστε όντως όλοι ίδιοι με μοναδικό να μας διαφοροποιεί να είναι ο τρόπος με τον οποίο ελέγχουμε τις ναρκισσιστικές μας παρορμήσεις, όπως η δίψα για την εξουσία και έλεγχο; Μήπως απλώς διαφέρει η έκφραση στο πώς επιλέγουμε να ενταχθούμε στην κοινωνία κι όχι τόσο η ουσία μας; Όπου γράφω έκφραση, εσείς σκεφτείτε, απόψεις. Οι απόψεις, αρκετά συχνά, είναι (και) κουστούμια.

Λέω κουστούμια και σκέφτομαι όλο το αριστερό timeline μου σε facebook και twitter και το πώς πανηγυρίζει αυτές τις μέρες για την ιστορία με το πέναλντι, για τη διαμάχη του επιχειρηματία με τον πρωθυπουργό, για τις εκατέροθεν μεταξύ τους δηλώσεις. Όλοι μας σε ρόλο αναλυτή, να ερμηνεύουμε τα υπονοούμενα, τη γλώσσα του σώματος και να ανοίγουν οι συσκευασίες με τα σνακ η μία μετά την άλλη, εννοείται ότι κι εγώ έτρεξα σε ψυγεία και ντουλάπια. Είναι στα σίγουρα διασκεδαστικό ν’ απολαμβάνεις τους τριγμούς ενός οικοδομήματος με το οποίο διαφωνείς και του οποίου προσδοκάς τη διάλυση, πόσο μάλλον όταν αυτοί οι τριγμοί δείχνουν να είναι κι εκ των έσω, αλλά στα πόσα κιλά ευχαρίστηση κάνεις τελικά με άνεση σκόντο στις απόψεις σου και ξεκινάς να πίνεις νεράκι στο όνομα εκείνου που μέχρι πρότινως εναντιωνόσουν; Αυτή η σκέψη φέρνει ακόμα περισσότερη δυσφορία αν αναλογιστούμε πόσοι από εμάς έχουμε ανάγει τις απόψεις μας σε αξιακό κώδικα, χωρίς τον οποίο νιώθουμε ως κι αδυναμία αυτοπροσδιορισμού.

Ρωτάς τον άλλον, σε μια πιο εξομολογητική συζήτηση “ποιος είσαι” κι αρχίζει κι αραδιάζει “τι πιστεύει”. Προσπαθείς να επαναφέρεις την κουβέντα στο κέντρο της, δηλαδή στον άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά σου και σου ξαναλέει απόψεις και κουτάκια στα οποία κλικάρει. Οι τοποθετήσεις επικαλύπτουν κενά της αυτογνωσίας ή ακόμα συχνότερα την προσποιούνται. Τις απόψεις μας όμως και τις τοποθετήσεις μας, όσο κι αν τις έχουμε αγαπήσει, όσο κι αν έχουμε πεισθεί ότι είναι άκαμπτες σαν βράχοι πίσω απ’ τους οποίους θα (προ)φυλαγόμαστε εσαεί, ξεχνάμε ότι συχνά, τόσο συχνά που καταντά εκνευριστικό, δεν τις εμπνευστήκαμε καν εμείς. Δεν είναι δικές μας, όπως εμείς δεν είμαστε δικοί τους και γενικώς γι’ αυτό και όλο αυτό το παραμύθιασμα είναι και ζημιογόνο κι επικίνδυνο. Οι απόψεις είναι της ομάδας, του κόμματος, της παρέας, του twitter και των trends του, του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, γενικώς συνήθως κάποιου που κατέχει περισσότερη εξουσία από εμάς, είτε λόγω ρόλου και συγκεκριμένης θέσης, είτε επειδή απλώς διαμορφώνονται από μια ομάδα ανθρώπων στην οποία θέλουμε να (νιώθουμε ότι) εξακολουθούμε να ανήκουμε, για να απολαμβάνουμε της αποδοχής και της εκτίμησής τους.

Όλες όμως αυτές οι ανάγκες της ιδιοκτησίας, κάπου ν’ ανήκεις, κάτι να σου ανήκει, αν και 100% ανθρώπινες και δικαιολογημένες, καμία σχέση δεν έχουν με το κυρίαρχο ζητούμενο μας, που -κατά τα λεγόμενά μας τουλάχιστον- είναι μια καθημερινότητα με ενδιαφέρον, έκσταση κι ηρεμία, εναρμονισμένη όσο γίνεται με αυτά που όντως πρεσβέυει και ποθεί ο καθένας. Υποθέτω ότι κάτι τέτοιο εννοούν αυτοί που λένε ότι αναζητούν και το περιβόητο νόημα. Το τόσο γενικόλογο, αχανές κι υποκειμενικό νόημα που τελικά χάνεις δεκαετίες στην αναζήτησή του και νομίζεις ότι η αιτία που δεν το βρίσκεις, είναι επειδή απλώς δεν έτυχε κάποιος να στο απλοποιήσει και να στο κάνει μαθηματικά, να κάνεις την πράξη όπως στην όρισαν και να λάβεις το εξασφαλισμένο αποτέλεσμα. Γι’ αυτό αυτά τα βιβλία τα τάχα μου wellness και τα συναφή πάντα θα γίνονται best seller κι ας έχεις διαβάσει άλλες τρεις ντουζίνες από παρόμοια. Γιατί σε κάθε νέο θα ελπίζεις ότι θα στο κάνει πιο εύκολο. Ότι αυτή τη φορά θα βρεις έτοιμη τη λύση, ότι το νόημα του άλλου θα γίνει και νόημα δικό σου.

Μέχρι να διαπιστώσεις πόσο έχεις παραπλανηθεί συνήθως έχεις ήδη παραπλανήσει εξίσου. Ο φίλος μου ο Παναγιώτης, μου είπε τις προάλλες μια φράση που σημείωσα: “Το ήθος του καθενός είναι ένα λάστιχο που προσαρμόζεται στη συνήθεια.”
Πιο πολλές τύψεις νιώθεις να φορτώνεσαι απ’ τον εσωτερικό σου κριτή την πρώτη φορά που θα κάνεις ένα σφάλμα, παρά την τρίτη, τη δέκατη ή την εικοστή που θα επαναλάβεις ακριβώς το ίδιο. Συνηθίζεις, σιωπά ο κριτής, οι ενδεχόμενες δεύτερες σκέψεις έκαναν στην άκρη, προκειμένου να ικανοποιήσουν μια άλλη ανάγκη που φαντάζει σημαντικότερη. Αν αυτή την ανάγκη τώρα την πούμε συμφέρον, ασφάλεια, εγωισμό, λίγη σημασία έχει. Ο νους έχει ήδη εκλογικεύσει ό,τι πρέπει να εκλογικεύσει, ώστε να μπορεί να δικαιολογεί τη συνέχιση του σφάλματος. Όταν τώρα μέσα σ’ όλο αυτό το μιξ της άγνοιας και της ημί-ακούσιας παραπλάνησης έρθει να προστεθεί κι η ύπαρξη (ή διεκδίκησή) εξουσίας, τότε δεν απορεί κανένας γιατί να θέλει κάποιος που διαθέτει ισχύ να μπορεί να ελέγχει τις κινήσεις όσων βρίσκονται κοντά του, σε οικεία ή κι αντίπαλα διαμερίσματα. Αυτός ο κάποιος μπορεί να ‘ναι απλώς κι ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, ο απουσιολόγος του τμήματος ή απλώς το πιο βαρύ πορτοφόλι στο σπίτι, μην πάει ο νους μας μόνο μακριά.
Μπορεί να φαίνεται οξύμωρο αλλά δε νομίζω ότι υπάρχει πραγματικά πιο τρομαγμένος απ’ αυτόν που έχει εξουσία. Ίσως μάλιστα ακριβώς γι’ αυτό και να την επιδίωξε εξ’ αρχής, αν υποθέσουμε ότι δεν του ‘ρθε με το βραχιολάκι απ’ το μαιευτήριο. Τρομάζεις, θες εξουσία, τρομάζεις έπειτα περισσότερο μην τύχει και τη χάσεις.

Η εξουσία από μόνη της δημιουργεί απόσταση. Αυτή είναι μια απόσταση ωστόσο που βολεύει αρκετές πλευρές, μιας και ξεχνάμε συχνά ή τέλος πάντων συζητάμε λιγότερο συχνά, για εκείνους που όντως επιθυμούν να νιώθουν πως εξουσιάζονται. Δε φαντάζεται όλος ο πλανήτης μια δημοκρατική κοινωνία με ίσα δικαιώματα για όλους. Υπάρχει και κόσμος που ερεθίζεται με το να χαίρουν οι έχοντες την εξουσία ειδικών δικαιωμάτων ή έστω αν δεν τη βρίσκει, τουλάχιστον το επεξηγεί, το καταπινεί και τελικά το αποδέχεται. Κάπως έτσι ικανοποιείται και το βασικό αίτημα αυτού που έχει την εξουσία, να τον λογαριάζει δηλαδή το πλήθος (ή απλώς η παρέα ή οι συνεργάτες του) ως κάποιον σπουδαίο, ως κάποιον σημαντικό, που του αναγνωρίζεται η ανωτερότητά του. Σαν το βρέφος δηλαδή που θέλει κάπου να αντανακλάσει την αξία του και κάπως έτσι ξανασκέφτηκα τον Γιωσαφάτ που λέγαμε στην αρχή.

Κάνω δέκα λεπτά διάλειμμα απ’ το άρθρο, ριφρεσάρω λίγο στο facebook και πέφτω επάνω σε στάτους γνωστού μου που αναφέρεται στη σημερινή απεργία και λέει “Αυτοί λοιπόν είμαστε κύριοι! Εμείς που κατεβαίνουμε στους δρόμους διεκδικώντας καλύτερα δικαιώματα, καλύτερες συνθήκες εργασίας κι αξιοπρέπεια, κι είναι κι εκείνοι οι μακεδονομάχοι που κατεβαίνουν στους δρόμους με εικονίτσες και λάβαρα της επανάστασης. Και τέλος πάντων αυτό θα μας ξεχωρίζει πάντα”

Τα σχόλια και τις σκέψεις για το στάτους του φίλου θα τ’ αφήσω επάνω σας, άλλωστε είπαμε εδώ δε γράφουμε πολιτικά.

Εγώ θα κλείσω αυτό το κείμενο με την ίδια σκέψη που είχα όταν το ξεκίνησα: Ας πούμε λίγο μπακαλίστικα ότι όλοι μας έχουμε δυο σφαίρες: Τη δημόσια και την ιδιωτική. Τους γνωστούς, τους συνεργάτες, τους ανθρώπους που θα διασταυρωθούμε στο σούπερ μάρκετ αλλά και τους φίλους, τους συντρόφους, τα παιδιά και τ’ αδέλφια μας. Έχουμε όμως και μια τρίτη σφαίρα, την απόλυτα προσωπική. Όσες κουβέντες κι αν κάνουμε με άλλους, όσες εντυπώσεις κι αν ανταλλάξουμε, όσα καθρεφτίσματα κι αν μας ικανοποιούν ώστε να τα επιλέγουμε ή όσα μας θίγουν και μας θέτουν σ’ αμφισβήτηση ώστε να τ’ αποφεύγουμε, πάντα κυρίαρχος θα ‘ναι ο εσωτερικός μονόλογος του καθενός μας.

Όλη τη ζωή την περνάμε στο μυαλό μας κι εκεί πέρα μέσα συχνά θα βρούμε και φόβο, κι ενοχή και ανάγκη να βγούμε από πάνω, και να επιτεθούμε προκαταβολικά, και να καταπατήσουμε δικαιώματα αν αυτό κρίνουμε πως είναι προς το συμφέρον μας, και ανάγκη να ξεχωρίσουμε, και ανάγκη να αγαπηθούμε, κι αμφιβολία αν όλα αυτά τα αξίζουμε, και ισχυρογνωμοσύνη ότι ασφαλώς και τα αξίζουμε και ντροπή που συχνά αφηνόμαστε να παρασυρόμαστε σε ιδέες και πράξεις που θεωρούμε φτηνές. Αυτός ο μονόλογος είναι κι ο ενορχηστρωτής όλων των διαλόγων μας. Κι απ’ αυτόν, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν ξεφεύγεις.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά