Είσαι ένας ελέφαντας. Ένας ελέφαντας που σηκώνεσαι το πρωί απ’ το κρεβάτι, πλένεις τους χαυλιόδοντές σου, ισιώνεις με ταβανόβουρτσα τις δυο-τρεις τρίχες σου και φεύγεις. Ένας ελέφαντας που οδηγεί νευρικά, με τη μουσική χαμηλωμένη, με τεντωμένα τα αφτιά, μήπως και χτυπήσει το κινητό και δεν το ακούσεις.

Μπαίνεις στο ασανσέρ κι αποφεύγεις τον καθρέφτη, σαν πρώην που θέλει να σου ζητήσει τα ρέστα. Τα μάτια σου είναι καρφωμένα στο πάτωμα. Κοιτάς τα παπούτσια που σε περικυκλώνουν και δεν τολμάς να σηκώσεις το κεφάλι σου. Κρατάς την αναπνοή σου και κάνεις την προσευχή σου, μην τυχόν και σου μιλήσει κανένας. Σκέφτεσαι πως αν δεν τους βλέπεις, δε θα σε δουν. Κι έτσι καταφέρνεις να περάσεις κάτω απ’ τη μύτη τους. Βγαίνεις, ξεγλιστράς κι αναπνέεις. Τσεκάρεις το κινητό σου με άγχος, μήπως κι άργησες στο γραφείο. Μήπως άργησες να το σηκώσεις σε περίπτωση που σε πήρε τηλέφωνο ή σου έστειλε μήνυμα, όσο εσύ συγκέντρωνες όλες σου τις δυνάμεις για να γίνεις ένας αόρατος ελέφαντας μέσα στο ασανσέρ. Αλλά δεν είναι ακόμα η ώρα. Ευτυχώς είσαι στην ώρα σου. Όπως και κάθε μέρα, χτυπάς κάρτα κι αμέσως μετά χτυπάει το τηλέφωνο. Επιβεβαιώνεις την ύπαρξή σου, τη θέση σου στον χάρτη και την τεράστια ευτυχία σου γι’ αυτή την ευκαιρία εξακρίβωσης στοιχείων.

Είσαι ένας ελέφαντας που χώνεται σε μία οθόνη υπολογιστή για να κρυφτεί. Κι όσο χοροπηδάνε ξένοιαστα τα πλήκτρα κάτω απ’ το βάρος σου, ξεχνάς για λίγο ότι είσαι ελέφαντας. Και πιάνει το αφτί σου τα αστεία των συναδέλφων σου. Και σου ξεφεύγει ένα χαμόγελο διστακτικό, ενοχικό κάτω απ’ την προβοσκίδα σου. Πριν προλάβεις να το μαζέψεις, ακούς το γνωστό κουδούνισμα που σε επαναφέρει στην τάξη.

Ο Παβλόφ σε καλεί να δει αν είσαι ακόμα το πιστό σκυλί του. Κι αν έφαγες όλο το φαγητό σου. Όχι περισσότερο, ούτε λιγότερο. Ακριβώς τόσο όσο ορίζει εκείνος που ορίζει το στομάχι σου. Που ξέρει καλύτερα από ‘σένα πόσο και πότε πεινάς. Πόσο και τι πρέπει να τρως. Τι τραβάει η όρεξή σου, τι λαχταρά η ψυχή σου.

Πάντως εσύ έφαγες, σαν καλό κουτάβι. Αλλά ακόμα πεινάς. Και μέσα σου λυσσάς σαν αγριεμένο σκυλί. Παλεύεις να μην το σκέφτεσαι. Γιατί όσο το σκέφτεσαι, τόσο κάτι μέσα σου σού τρώει τα σωθικά. Ευτυχώς μόνο εσύ το ξέρεις.

Σηκώνεις το τηλέφωνο σχεδόν πριν προλάβει να χτυπήσει. Γιατί είναι η ώρα του. Κι αναρωτιέσαι ποιος έχει εκπαιδεύσει ποιον, τελικά. Η φωνή σου σταθερή, θεατρική και καλοκουρδισμένη στον τόνο που πρέπει να ‘ναι για να νιώσει σιγουριά ότι το πείραμά του δουλεύει. Μετά πέφτεις και πάλι με τα μούτρα στη δουλειά για να την τελειώσεις πριν τελειώσει ο χρόνος σου. Πρέπει να ‘σαι πίσω στην ώρα σου, σήμερα όπως και κάθε άλλη μέρα.

Προσπαθείς να συγκεντρωθείς, αλλά εσύ ακόμα το φαγητό σκέφτεσαι. Πεινάς. Περισσότερο από ποτέ.

Θα μπορούσες να φας μία μπουκιά παραπάνω. Ένα μπισκότο. Ή και να παραγγείλεις απ’ έξω. Σε μία στιγμή παρανοϊκής ελευθερίας σου περνάει απ’ το μυαλό ότι ίσως θα μπορούσες ακόμα και να ακολουθήσεις τους συναδέλφους σου που θα πάνε έξω για φαγητό, μετά τη δουλειά.

Η σκέψη αυτή σε κάνει να ταράζεσαι. Σε αγχώνει. Τρίβεις με τον αντίχειρά σου την απέναντι παλάμη σου που αρχίζει να ιδρώνει. Λες και κρύβεις πτώμα κάτω απ’ το γραφείο σου και φοβάσαι μη σε πιάσουν. Προσπαθείς να ηρεμήσεις τον εαυτό σου. Του μιλάς απαλά και λογικά, σαν παιδί που έπεσε, γρατζούνισε το πόδι του και προσπαθείς να το καθησυχάσεις ότι όλα θα πάνε καλά.

«Μία σκέψη ήταν. Δε θα το μάθει ποτέ. Ή μήπως το ξέρει ήδη πως το σκέφτηκες; Σίγουρα το ξέρει. Γιατί ξέρει, ακριβώς, πώς σκέφτεσαι. Και μπορεί να μην ήταν ιδέα σου η ειρωνεία που έπιασες στο τηλέφωνο.»

Έμπλεξες. Άντε τώρα να εξηγήσεις ότι δεν έκανες τίποτα. Ότι είσαι πάντα το καλά εκπαιδευμένο σκυλάκι, που φοράει καμαρωτό το λουρί του. Άντε τώρα να αποδείξεις πως δεν τρέχει τίποτα με κανένα συνάδελφό σου. Ότι απλά πεινούσες. Ότι δε φόρεσες φούστα για να τραβήξεις τα βλέμματα κάποιου άλλου. Ή για να προκαλέσεις. Ότι απλά έκανε ζέστη. Και δεν το πολυσκέφτηκες. Αλλά θα έπρεπε να το έχεις σκεφτεί. Και πώς να σε εμπιστευτεί, αν δεν τα σκέφτεσαι αυτά; Και καλύτερα να αφήσεις τις δικαιολογίες που, έτσι κι αλλιώς, κανένας δεν πιστεύει. Γιατί ό,τι και να πεις, δε θα σε πιστέψει.

Κι άντε τώρα να αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας.

 

Συντάκτης: Γιάννα Κατ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη