Η ζωή δεν είναι δίκαιη. Κλισέ, χιλιοειπωμένη φράση κλειδί που ξεκλειδώνει ένα χρονοντούλαπο δικαιολογιών κι ελαφρυντικών. Και κάθε φορά που το ακούω, ένας πικρόχολους ηλικιωμένος εμφανίζεται από το πουθενά στο μυαλό μου. Κουρασμένος από τη ζωή που δεν έζησε. Από τις επιλογές που δεν έκανε. Ένας πικρόχολος ηλικιωμένος, γιος κάποιου άλλου πικρόχολου ηλικιωμένου, γιος ενός άλλου και πάει λέγοντας. Δε χρειάζεται να μου συστηθούν για να ξέρω ότι ο ένας προήλθε από τον άλλον. Γιατί ο ένας έχει τα μάτια του άλλου. Τη σωματοδομή. Το ίδιο κύρτωμα της κουρασμένης πλάτης. Ο ένας έφερε τον άλλον στη ζωή, χωρίς να τον ρωτήσει. Και του έδωσε αυτά τα μάτια και το ύψος του και τα μαλλιά του που αραίωσαν.

Και τους χλευάζω για την αδυναμία τους. Για την ευκολία τους να τα ρίχνουν στη ζωή. Και τους φοβάμαι για την αδυναμία μου να αναμετρηθώ με τις μπάμπουσκες από τις οποίες προέκυψα κι εγώ. Για την ευκολία της τυχαιότητας της ύπαρξής μου.

Η ζωή δεν είναι δίκαιη γιατί δε σε ρώτησε. Δε σε ρώτησε αν θες να υπάρχεις. Δε σε ρώτησε πότε θα έρθεις και από ποιους. Έρχεσαι και παλεύεις όσο αναπνέεις για ν’ αποκτήσεις τον έλεγχο της ζωής σου. Γιατί σου είπαν ότι η ζωή είναι δική σου. Ότι μπορείς να γίνεις ό, τι θέλεις. Ότι εσύ αποφασίζεις ποιος θα είσαι. Και το πίστεψες.

Κι αποφασίζεις να βάψεις τα μαλλιά σου, να φορέσεις άλλο χρώμα στα μάτια σου από αυτό που σου φόρεσαν τα γονίδια των δημιουργών σου. Να τα κάνεις όλα ανάποδα από αυτά που σου λένε να κάνεις εκείνοι που σου έδωσαν ζωή από τη ζωή τους. Μπορείς να τρέξεις όσο πιο μακριά μπορείς από την τυχαιότητα της ύπαρξής σου, αλλά δεν θα μπορέσεις ποτέ να κρυφτείς. Να αποκοπείς. Γιατί είσαι ένα μωσαϊκό από τα κομμάτια τους.

Δεν τα διάλεξες εσύ τα κομμάτια. Δεν τους διαλέγουμε τους γονείς μας. Αλλά τους αγαπάμε από την πρώτη στιγμή που γεννιόμαστε. Είναι μία αγάπη αναγκαστική. Γιατί αν δεν τους αγαπήσουμε, πώς θα αγαπήσουμε τον εαυτό μας που δεν είναι τίποτα άλλο από τα κομμάτια που μας έδωσαν. Κι αν είμαστε τυχεροί, η αγάπη μας αυτή δικαιώνεται. Αν είμαστε τυχεροί και μας λάχουν τα καλά κομμάτια. Ή αν μας λάχουν καλοί γονείς.

Υπάρχουν καλοί γονείς; Αν κρίνεται από την πρόθεση, όλοι οι γονείς είναι μάλλον καλοί. Αν κρίνεται από το αποτέλεσμα, όλοι οι γονείς είναι ελλιπείς. Γιατί εκτός από γονείς είναι κι άνθρωποι. Παιδιά άλλων ανθρώπων που κουβαλούν τις αδικίες των ζωών πριν από τη δική τους. Συμπιεσμένες στο χαπάκι του «μη» και του «δε». Απαγορεύσεις και υπαγορεύσεις που σε σμιλεύουν καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωσή τους. Και το λένε αγάπη. Γιατί έχει άλλη γεύση το χάπι αν γράφει απ’ έξω αγάπη. Κι ας είναι τα υλικά φοβίες κι αδικίες πολλών ζωών σε μία. Κατά τ’ άλλα, εσύ αποφασίζεις για τη ζωή σου.

Εσύ έχεις την ευθύνη. Εσύ, που δεν μπόρεσες να έχεις την ευθύνη του χρυσόψαρου που σου πήραν επειδή το ήθελες τόσο πάρα πολύ, μετά την ταινία κινουμένων σχεδίων που είδατε μαζί στο σινεμά. Κι εκείνοι δε σου χάλασαν χατίρι παρόλο που το ήξεραν ότι θα ξεχάσεις να το ταΐζεις και θα σου ψοφήσει. Και μετά σου είπαν ότι στα έλεγαν και να τους ακούς. Και τους ακούς. Γιατί φοβάσαι να κάνεις ξανά λάθος. Να τους απογοητεύσεις ξανά. Γιατί εκείνοι ήξεραν από την αρχή και στο είχαν πει. Κι έτσι, μαθαίνεις τη ζωή που ξέρουν. Που έμαθαν κι εκείνοι μέσα από τα «μη» και τα «δεν». Και μένεις στο μηδέν.

Ή μηδενίζεις κάθε τους λέξη. Τους εκμηδενίζεις. Τους τρομάζεις. Τους απομακρύνεις. Τους αποκόβεις. Και κόβεις κομμάτια από τον εαυτό σου για να τα αντικαταστήσεις με νέα που θα επιλέξεις εσύ. Και γίνεσαι μια χούφτα κομμάτια παζλ που δεν κολλάνε μεταξύ τους. Γίνεσαι ελλιπής. Όπως και οι γονείς σου. Γιατί δεν υπάρχουν τέλειοι γονείς. Γι΄ αυτό δεν υπάρχουν και τέλεια παιδιά. Κι ας προσπάθησες.

Πάντα θα υπήρχε κάτι που δεν έκανες αρκετά καλά. Πάντα θα υπάρχει κάτι που δε θα κάνεις ποτέ αρκετά καλά. Και σε πιάνει φαγούρα όσο το σκέφτεσαι. Όσο σκέφτεσαι το λίγο σου. Και προσπαθείς να το ξηλώσεις από το δέρμα σου. Που είναι το ίδιο με της μητέρας σου. Σάρκα από τη σάρκα της. Σκέφτεσαι το λίγο σου. Το λίγο τους. Το λίγο παραπάνω που θα ήθελες από εκείνους. Λίγο παραπάνω χρόνο. Λίγη παραπάνω υπομονή. Λίγη παραπάνω τρυφερότητα. Λίγη παραπάνω αποδοχή. Αλλά είναι γονείς. Και οι γονείς είναι ελλιπείς. Πάντα θα σου λείπει το λίγο παραπάνω. Πάντα θα σου λείπουν λίγο παραπάνω. Και πάντα θα είναι εκεί. Στα κομμάτια που σου έδωσαν. Στα κομμάτια που σου έλαχαν.

Συντάκτης: Γιάννα Κατ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου