Ζούμε σε μια κοινωνία που οι πολίτες της -μοιραία- ολοένα και απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο. Χάσαμε πρωτίστως την επικοινωνία με τον εαυτό μας και κατ’ επέκταση με το διπλανό μας. Δεν είναι μονάχα ζήτημα ηθικής η βοήθεια στον διπλανό την ώρα της ανάγκης του, κάποιες φορές αποτελεί υποχρέωση, θέμα παιδείας και ανατροφής.

Ωστόσο η έμπρακτη αλληλεγγύη και το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο τείνει να αποτελεί εξαίρεση κι όντας άνθρωποι με υψηλό το αίσθημα της δοτικότητας, της ανθρωπιάς και με εθνικό μας παράσημο το φιλότιμο, μάλλον αυτή η απομάκρυνση είναι απόρροια αμέλειας και καθημερινών προβλημάτων παρά στάση από πρόθεση.

Στο σχολείο μας μαθαίνουν ευλαβικά να διαβάζουμε, να γράφουμε, ακόμη και να μετράμε παραλείποντας το σπουδαιότερο μάθημα όλων,δε μας μαθαίνουν πώς να ζούμε και πώς να επιβιώνουμε. Ιδανικά, οραματιστείτε έναν κόσμο που η εκπαίδευση θα περιλαμβάνει μαθήματα πρώτων βοηθειών, συνιστώντας γνώσεις απαραίτητες για κάθε άνθρωπο, ξεκινώντας από τη βασική εκπαίδευση και φτάνοντας μέχρι το Πανεπιστήμιο. Αυτό από μόνο του θα μας πήγαινε σαν ανθρωπότητα ένα βήμα παραπέρα.

Το πλαίσιο ευαισθητοποίησης, ως ένα βαθμό θα έλεγε κανείς, το έχουμε υπαρξιακό θεμέλιο και προϋπάρχει εντός μας. Αν επενδύσουμε όλοι στην ανθρώπινη προστασία & αξιοπρέπεια, δημιουργώντας ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης και λειτουργίας ίσως αυτό δημιουργήσει στη συνέχεια μια ενιαία σανίδα σωτηρίας για όλους μας.

Ο άνθρωπος δεν ήρθε σ’ αυτή την ζωή για να άγει και να φέρεται ως μονάδα, έχει ανάγκη την παρουσία και τη σύνδεση με άλλους ανθρώπους. Κι αυτή του την ανάγκη καθώς μεγαλώνει την κουκουλώνει ή την ξεχνά.
Εύλογα κάνεις θα αποκριθεί «δε θέλω μπλεξίματα» και θα στραφεί και προς εσένα λέγοντάς σου να μην ανακατεύεσαι, είναι εκεί που ο φόβος νικά προσωρινά την αγάπη και πράγματι δεν ανακατεύεσαι δε βοηθάς, κάνεις πως δε βλέπεις.

Υπάρχουν όμως και οι φορές που γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών όπου η δράση μας, καθιστά τις ενέργειές μας με ένα τρόπο ηρωικές. Άλλωστε πόσες φορές θα έχετε ακούσει πως μικρές παρεμβάσεις έχουν σώσει ζωές.

Κανείς δεν ξέρει πότε μπορεί να χρειαστούν οι πρώτες βοήθειες, πολλές καταστάσεις είναι πολύ γρήγορες και πολύ ξαφνικές και πρέπει να είμαστε σε θέση να δράσουμε άμεσα και με ψυχραιμία. Είναι πραγματικά σημαντικό να μάθουμε, χωρίς αυτό να μας καθιστά γιατρούς, την εκμάθηση κάποιων βασικών μεθόδων χαρίζοντάς μας ένα γνωστικό υπόβαθρο, ώστε να μας επιτρέπεται να δράσουμε στην ανάγκη, αναγνωρίζοντας και στη συνέχεια αντιμετωπίζοντας τα απειλητικά για τη ζωή περιστατικά. Κι αυτό από μόνο του μοιάζει πολύ σπουδαίο.

Είναι εξίσου σημαντικό να παρακινήσουμε κι άλλους να μάθουν να δίνουν τις πρώτες βοήθειες μεγαλώνοντας έτσι τον κύκλο ζωής. Καθένας από εμάς έχει φτιάξει ή σκεφτεί ένα ιδανικό σενάριο που δε χωρά ασθένειες, απρόσμενα γεγονότα και ατυχήματα. Κι ενώ είμαστε ενημερωμένοι για το κάθε τι που συμβαίνει στους δίπλα είμαστε σχεδόν βέβαιοι πως αυτό το περιστατικό, ατύχημα, πνιγμονή, αιμορραγία, λιποθυμία, ανακοπή κτλ, δε θα τύχει ποτέ σε μας και με ένα τρόπο είτε υπεκφεύγουμε της ενημέρωσης είτε αδιαφορούμε.

Κι όμως συμβαίνει και τα ποσοστά από καταγεγραμμένα περιστατικά είναι πραγματικά πολύ υψηλά.
Από μελέτες φαίνεται πως το 45% των θανάτων από ατυχήματα και το 25% των αναπηριών θα είχαν αποφευχθεί εάν είχαν δοθεί οι σωστές πρώτες βοήθειες έγκαιρα, στον τόπο του συμβάντος.

Ευχή όλων θα ήταν να μην τύχει σε κανέναν κάτι αντίστοιχο και να μη χρειαστεί ποτέ αυτή η θεωρητική γνώση να εφαρμοστεί στην πράξη, ωστόσο επειδή είναι μέρος της ζωής κι αυτή η όψη οφείλουμε να της δώσουμε τη βαρύτητα που της αναλογεί και να δράσουμε έτσι όπως ορίζει το μυαλό και σαφώς η μέριμνα της πολιτείας, με σεβασμό σε κάθε ατομικότητα που ενδέχεται να βρεθεί σε κίνδυνο.

Ας κάνουμε το καλύτερο δυνατό που μπορούμε, για εμάς για το διπλανό μας. Ας ακονίσουμε τα αντανακλαστικά μας ως κοινωνία κι ας ενεργήσουμε άμεσα και πού ξέρεις ίσως μια μέρα τον αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο με έναν τρόπο που να μη χρειάζεται να συζητάμε για τα αυτονόητα, απλώς να τα βιώνουμε.

 

 

Εγχειρίδιο πρώτων βοηθειών ΕΚΑΒ

Συντάκτης: Ελίνα Κωνσταντοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου