Να γράψω, λέει, μια δική μου καλοκαιρινή ιστορία.

Δεν έχω κάτι να σκεφτώ. Εσύ.

Μία μέρα από έναν Ιούλιο κι άλλη μία τον Αύγουστο.

Αυτές τις δύο μέρες αγαπώ από τα εικοσιοκτώ μου καλοκαίρια.

Κανονικά τα μισώ. Σπάνια πάω για μπάνιο. Λατρεύω να χαζεύω την ορμητική και άγρια θάλασσα τον χειμώνα.

Εκείνο το μεσημέρι λοιπόν ήθελα να ηρεμήσω και κατέβηκα σε ένα απόμερο κομμάτι της παραλίας. Είδα μια σκηνή στημένη στην άκρη κι έναν τύπο να κοιμάται σε μια πτυσσόμενη καρέκλα.

«Ήταν ανάγκη σήμερα;» σκέφτηκα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Πήρα τα νεύρα και την πετσέτα μου λίγα μέτρα παρακάτω.

Μετά από μια ώρα σχεδόν ψησίματος σε είδα να βγαίνεις από την θάλασσα.

Ακόμα δεν έχω καταλάβει πώς ξεφύτρωσες. Προσπέρασες τον τύπο, μπήκες λίγο στην σκηνή, ξαναβγήκες και κοιτώντας γύρω σου με πρόσεξες και ήρθες προς το μέρος μου.

Μιλώντας για τις ζωές μας αρκετή ώρα, κάποια στιγμή αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μέσα στη θάλασσα.

Δε θυμάμαι τι λέγαμε, ειλικρινά ούτε μία λέξη. Θυμάμαι ότι γελούσαμε πολύ και πετάγαμε νερά όπως τότε που είμασταν πιτσιρίκια κι ερχόσουν Σαββατοκύριακα στο χωριό.

Αυτό είχα απέναντί μου. Το γλυκούλι αγοράκι που πείραζα συνέχεια γιατί μου άρεσε να βλέπω τα μάγουλά του κατακκόκινα από ντροπή. Δεν έβλεπα, για κάποιο λόγο, ότι τα μάγουλα αυτά είχαν αποκτήσει πλούσια μαύρα γένια και το αγοράκι είχε γίνει πια άντρας.

Έτσι κάποια στιγμή βρέθηκα στριμωγμένη ανάμεσα στα χέρια σου με τα γένια σου να γδέρνουν άγρια τα χείλη και το πηγούνι μου και πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω είχα ήδη τυλίξει τα πόδια μου γύρω σου και τα χέρια μου είχαν μπλεχτεί στα μαλλιά σου.

Κάθε εικόνα από εκείνο το αγοράκι χάθηκε με το φιλί που ακολούθησε. Το κορμί μου είχε γαντζωθεί πάνω σου. Συνέχιζες να με φιλάς ενώ ένιωθα την στάθμη του νερού να ανεβαίνει στην πλάτη μου. Δεν αναρωτήθηκα, ούτε παραπονέθηκα που με πήγαινες πιο βαθιά, αντίθετα ένιωθα να το θέλω, να το ζητάει το κορμί μου.

Όσο απρόσμενο και ευχάριστο ήταν αυτό το φιλί, άλλο τόσο ήταν και η είσοδός σου. Με γέμιζες και με κατασπάραζες τόσο γλυκά και αχόρταγα μαζί. Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ έτσι. Η κορύφωση ήρθε γρήγορα και για τους δύο και λιώσαμε ο ένας πάνω στον άλλον. Ευτυχώς εσύ πατούσες αλλιώς θα είχαμε πνιγεί.

Χτύπησε το κινητό και με ξύπνησε από την νιρβάνα μου.

«Πρέπει να φύγω» πέταξα κι άρχισα να κολυμπάω προς τα έξω – «τώρα αμέσως;» ρώτησες. «Έχω αργήσει στη δουλειά» απάντησα. Σε παράτησα κυριολεκτικά σύξυλο να με κοιτάς να φεύγω. Ούτε βλέμμα δε γύρισα να σου ρίξω αλλά ένιωθα τα μάτια σου καρφωμένα πάνω μου. «Θα έρθεις το βράδυ;» φώναξες. Ένα ξερό «δεν ξέρω» είπα κι έφυγα τρέχοντας.

Το βράδυ μου έστειλες ότι έφυγες γιατί έπρεπε να γυρίσεις στη πόλη σου.

Το επόμενο πρωί μου έστειλες ένα «καλημέρα» και η συζήτηση τελείωσε ένα βράδυ, τέλος Αυγούστου με ένα «δώδεκα και μισή, στη θάλασσα».

Έτσι ήταν πάντα τα μηνύματά σου, λιτά και επιτακτικά. Δεν με είπες ποτέ «μωρό μου» ή «αγάπη μου». Δεν μου είπες ποτέ ότι με σκέφτεσαι ή ότι σου λείπω. Και δεν τα ήθελα όλα αυτά. Τι να τα έκανα; Αφού σε είχα μπροστά μου.

Ξαπλωμένο σε μια υπέρδιπλη κουβέρτα στην άμμο να κοιτάς τον ουρανό. Ξάπλωσα δίπλα σου, χωρίς κουβέντες. Τόσα πολλά αστέρια δεν είχα ξαναδεί. Γύρισες, με κοίταξες και με πήρες αγκαλιά. Μια αγκαλιά που έκλεινε όλα τα «μου έλειψες» του κόσμου.

Κάναμε έρωτα τρεις ολόκληρες ώρες. Κοιμήθηκες με τα χέρια σου τυλιγμένα γύρω μου τόσο σφιχτά σαν να φοβόσουν ότι θα με χάσεις.

Δεν έκλεισα μάτι ούτε λεπτό. Δεν χόρταιναν τα μάτια τόση ευτυχία. Έτρεμα ολόκληρη καθώς άλλαζες πλευρό και με έπαιρνες μαζί σου. Άνοιγες για λίγο τα μάτια σου, με κοιτούσες, με φίλαγες σφίγγοντας το κορμί μου στο δικό σου και ξανακοιμόσουν.

Δεν ξέρω πως άντεξα να σε αφήσω. Γλίστρησα με πολύ κόπο από τα χέρια σου και αφού κατάφερα να απομακρυνθώ κατέρρευσα μπροστά στο αμάξι σου. Δεν έπρεπε όμως να ξυπνήσεις και να με δεις.

Για τους επόμενους πέντε μήνες δεν απάντησα σε κανένα μήνυμα και τηλέφωνό σου.

Τον Φεβρουάριο σου ζήτησα να έρθω να σε βρω και μου είπες ναι. Γέμισα τη βαλίτσα με μια τεράστια συγνώμη και εξηγήσεις και ήρθα με χαρά να σου πω πως δεν αντέχω μακριά σου.

Άνοιξες την πόρτα και με πέταξες στον καναπέ.  Μου έκανες έρωτα χωρίς καν να με φιλήσεις. Σαν να ήμουν μια πληρωμένη πόρνη. Μόλις τελείωσες μου είπες να πάω να κοιμηθώ στο δωμάτιο γιατί στον καναπέ θα κοιμόσουν εσύ και νύσταζες.

Σε άκουσα το πρωί να φεύγεις. Σηκώθηκα και μαγείρεψα. Σε περίμενα αλλά δεν γύρισες. Τρεις μέρες δεν ήρθες στο σπίτι κι εγώ άυπνη περίμενα να σου μιλήσω. Την τέταρτη δεν άντεξα. Πήρα τα πράγματά μου κι έφυγα.

Με εκδικήθηκες. Και είχες δίκιο. Δεν σε κατηγορώ. Εγώ φταίω και το ξέρω.

Έχουν περάσει χρόνια. Δεν μιλάμε πια.

Όμως κάθε 26 Ιουλίου πάω σε εκείνο το απόμερο σημείο και σου ζητώ συγνώμη.

Συγγνώμη, αγάπη μου.

Συγγνώμη που σε πλήγωσα. Συγγνώμη που σε άφησα να φύγεις.

Συγγνώμη μα ήταν εκείνη ερωτευμένη μαζί σου.

Και εκείνη είναι πάνω από όλα για εμένα. Πάνω κι από την ζωή μου την ίδια.

Συντάκτης: Ελίζα Βλάχου