Το βράδυ της Δευτέρας, στην περιοχή Λητής της Θεσσαλονίκης, ένας 17 χρονος δέχθηκε επίθεση από ομάδα αγνώστων, ενώ καθόταν με την παρέα του.

Το ίδιο σκηνικό εκτυλίχθηκε το μεσημέρι της ιδίας μέρας, έξω από Λύκειο επί της οδού Χριστοπούλου, εις βάρος άλλου ανηλίκου.

Το μεσημέρι της Παρασκευής, στην Αίγινα, παιδί 14 ετών βρέθηκε απαγχονισμένο σε ένα δέντρο.

Το πρωί της Δευτέρας σε λύκειο της Κρήτης ένας ανήλικος, 17 ετών, απείλησε μια συμμαθήτριά του με σουγιά, καταλήγοντας να της σκίσει το παντελόνι.

Τέλος, σχετικά με τη συμπλοκή μεταξύ ανηλίκων στην Κηφισιά, οι αρχές προχώρησαν σε 9 συλλήψεις ανηλίκων.

Όλα τα παραπάνω βίαια περιστατικά διερευνώνται από τις αστυνομικές αρχές, ωστόσο έχουν ένα κοινό γνώρισμα. Στο σώμα των ως άνω πραγματικών περιστατικών, θα διαπιστωθούν όμοια χαρακτηριστικά σε θύματα και θύτες. Πώς μια κοινωνία γεννά τα σπλάχνα της με θυμό και βία; Για ποιόν λόγο οι ανήλικοι βιαιοπραγούν με τόση ευκολία κι άνεση σε συνομήλικούς τους; Ποια η θέση της οικογένειας τελικά και ποια των εκπαιδευτικών;

Αυτά είναι λίγα μόνο ερωτήματα που σχηματίζονται στο άκουσμα τέτοιων ειδήσεων. Η οικογένεια αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για το χτίσιμο της προσωπικότητας ενός παιδιού, τα όρια που θα θέσει και τις βάσεις της. Ο ρόλος, συνεπώς, της οικογενείας είναι πρωταρχικός. Εκεί μέσα μαθαίνεις και βιώνεις τα πρώτα συναισθήματα, την ασφάλεια και την μη ασφάλεια, ενδεχομένως. Συνεπώς, όταν ένα ακατέργαστο σπάργανο, μαθαίνει από μικρό στις φωνές τη χρήση βίας, αυτό θεωρεί φυσιολογικό κι αυτό θα μοιράσει στους συμμαθητές του, στους εκπαιδευτικούς που θα συναντήσει, στους συντρόφους του μετέπειτα.

Επίσης, μεγάλο ζήτημα είναι η διαπαιδαγώγηση των αγοριών που λαμβάνουν από μικρή ηλικία, όπου προκειμένου να μην τους πουν «φλώρους» επιδίδονται στη βία. Σαφώς δεν είναι το φύλο αυτό που κάνει βίαιο ένα παιδί, αλλά η νοοτροπία πίσω από το στερεότυπο. Σαφώς είναι απαραίτητο, όλα τα παιδιά, να μεγαλώνουν με σεβασμό στην αξία της ζωής, με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενσυναίσθηση και δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τους γονείς γι’ αυτό.

Ένας γονιός θα πρέπει να καταδικάζει τα περιστατικά βίας απ’ όπου κι αν προέρχονται. Να μην ξοδεύει ενέργεια στο να κάθεται να εξετάζει τι και πώς, διότι αυτό εκλαμβάνεται ως άλλοθι και δικαιολογία στα μάτια των παιδιών. Εκπαιδευτικοί έρχονται σε δεύτερη μοίρα, καθώς όπως ήδη έχουμε αναφέρει, το παιδί «χτίζεται» και διαπλάθεται στο σπίτι. Στο σχολείο πάει για να μάθει ιστορία, γλώσσα, ομαδικότητα, γεωγραφία. Προφανώς, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά μέτρα, όταν έρχονται αντιμέτωποι με τέτοια περιστατικά, αφού η συγκάλυψη δεν οδηγεί πουθενά παρά σε μια δυσμενή σειρά γεγονότων. Εκεί βρίσκεται και η ευθύνη τους.

Ζητώντας μια πιο ειδική άποψη επί του εν λόγω θέματος, με την κα. Μαρία Φούντα, σχεσιακή ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, μας παρέπεμψε σε μια σύντομη ανάλυση για το προφίλ των θυτών, προκειμένου να γίνει μια ενδοσκόπηση αιτιών. Εξηγεί πως:

«Κάνοντας μια ανασκόπηση των αντικοινωνικών συμπεριφορών, είναι θεμιτό να αναγνωρίσουμε και να αναφέρουμε τα διαρθρωτικά αίτια που συνδέονται με την ανάπτυξη του ατόμου. Στα παιδιά κάτω των 13 ετών, οι μικροκλοπές κι άλλες αντικοινωνικές συμπεριφορές μοιάζουν με παιχνίδι. Πρόκειται για ένα βραχυπρόθεσμο συμβάν, που αποκτά χαρακτήρα διερεύνησης και μύησης στους κόλπους μιας ομάδας συνομηλίκων. Με τον τρόπο αυτό, τα παιδιά προσπαθούν να ελέγξουν αρχικά τον κόσμο που τα περιβάλλει κι εν συνεχεία τον ίδιο τους τον εαυτό.

Προκαλώντας μια κοινωνική αντίδραση μέσα από προκλητικές κι επικίνδυνες συμπεριφορές, διερευνούν τα προσωπικά τους όρια, βιώνουν τους φόβους τους και διερευνούν τον ελεγκτικό χαρακτήρα τους, πρώτα ως προς τον εαυτό κι έπειτα στο σύνολο. Ουσιαστικά προσπαθούν να ανακαλύψουν πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν. Εάν δε βρεθεί κάποιος ενήλικας να τους οριοθετήσει και να τους δώσει την κατάλληλη απάντηση ή αν δε λάβουν καμία οριοθέτηση-απάντηση, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να προκαλέσουν, να χτυπήσουν ή να φωνάξουν πιο δυνατά, να κάνουν μεγαλύτερο κακό και να διακινδυνέψουν ακόμα περισσότερο, καθώς δεν είναι σε θέση από μόνα τους να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο ασφαλείας και να κινηθούν μέσα σε αυτό.

Στην εφηβεία, δεν έχει πλέον τη μορφή του παιχνιδιού, αλλάζει κι ερχόμαστε να μιλήσουμε για διερεύνηση των κοινωνικών κανόνων του παιχνιδιού. Σε αυτό το ηλικιακό πλαίσιο, το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα σημαντικό να είναι συντονισμένο και να συμβαδίζει με τις ανάγκες και τις συμπεριφορές του εφήβου, καθώς οι απαντήσεις, η οριοθέτηση των συμπεριφορών και το πλαίσιο γύρω από το οποίο κινείται ο έφηβος και λαμβάνει ερεθίσματα, είναι ιδιαίτερα σημαντικά, έως και καθοριστικά. Ο λόγος είναι επειδή οι έφηβοι αισθάνονται αβέβαιοι για την ταυτότητά τους και διακατέχονται από υπαρξιακές ανησυχίες. Έχουν ανάγκη να ανήκουν σε ένα σύνολο για να νιώθουν επαρκείς. Η αναγνώριση κι η αποδοχή των συνομηλίκων είναι σημαντική για εκείνους.

Εάν λοιπόν τα μοντέλα των ομάδων που κινούνται είναι ανεπαρκή ή υπερβολικά περίπλοκα, τους δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι βρίσκονται σε έναν κόσμο χωρίς κοινωνικούς κανόνες και συνέπειες.»

Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς πως το ζήτημα είναι σύνθετο κι όλοι έχουν τον ρόλο τους, αρκεί να τον ξέρουν.

Συντάκτης: Αμέλια Έβανς
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου