«Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου

μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,

μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο

κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,

μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.

Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν

μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,

περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο

τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,

μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν». 

 

Την 1η Απριλίου του 1902, σε μια συντηρητική κοινωνία της Καλαμάτας, γεννήθηκε η Μαρία Πολυδούρη ή αλλιώς το αερικό του νεορομαντισμού. Η ανατροφή της παρά την εποχή εκείνη ήταν φιλελεύθερη και παρ’ όλο που τόσο ο πατέρας της (ο οποίος ήταν εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια) όσο και η μητέρα της (η οποία δεν είχε κάποια μόρφωση) ήταν απλοί άνθρωποι, εκείνη έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο για πολύ σημαντικά ζητήματα της εποχής.

Αξίζει να αναφερθεί πως την περίοδο του 1900 οι γυναίκες είχαν μηδαμινά εφόδια σε επαγγελματικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Η «εφημερίδα των κυριών» ήταν από τις ελάχιστες εξαιρέσεις που δημοσίευε με ζήλο τα προβλήματα του γυναικείου ζητήματος. Η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε ένθερμη αναγνώστης της συγκεκριμένης εφημερίδας. Ήταν πνεύμα ανήσυχο για την εποχή της, χειραφετημένη. Σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών έστειλε συγχαρητήριο γράμμα σε νεοεκλεχθέντα βουλευτή των φιλελεύθερων, ο οποίος είχε εισηγηθεί τη γυναικεία ψήφο. Οι παρέες της συνήθως απαρτίζονταν από άντρες, γεγονός που τότε ήταν αδιανόητο.

Η ζωή της σύντομη αλλά έντονη, αφού ακροβατούσε ανάμεσα στην υπερβολή στην πραγματική ζωή της και στη λυρικότητα στην ποίησή της. Περιγράφοντας, μάλιστα, τον εαυτό της σε ένα σημείο στην αυτοβιογραφία της, αναφέρει ότι «πιο εύκολα θα ερωτοτροπούσα μ’ ένα πουλί παρά μ’ έναν άνθρωπο». Έτσι ήταν η Μαρία, ασυμβίβαστη για την εποχή της και ρομαντική για τον μεσοπόλεμο κόσμο.

Σημείο σταθμός, ο μεγάλος ανεκπλήρωτος έρωτάς της για τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Ένας έρωτας από εκείνους που θες να βιώσεις εξαιτίας της έντασής του, αλλά απεύχεσαι να ζήσεις την κατάληξή του. Από τη μια η συντηρητική κι απαισιόδοξη σκέψη του Καρυωτάκη κι από την άλλη η φιλελεύθερη ζωή της Πολυδούρη, δημιούργησαν δύο γραμμές τρένου, ικανές να συγκρουστούν αλλά αδύνατο να ενωθούν. Ο Καρυωτάκης δε δέχθηκε ποτέ τον «έξαλλο» χαρακτήρα της, γι’ αυτό στην πρόταση γάμου που του έκανε (καλά καταλάβατε, η Μαρία Πολυδούρη είχε κάνει πρόταση γάμου στον Κώστα Καρυωτάκη -σκεφτείτε σκάνδαλο για εκείνη την εποχή) είπε όχι, παρά την αγάπη που της είχε.

Η απόρριψη αυτή την οδήγησε στο Παρίσι, όπου το 1927 νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Charite λόγω φυματίωσης. Έναν χρόνο μετά, στην Ελλάδα πλέον, εκδίδει τη συλλογή «Οι Τρίλιες που σβήνουν», ενώ η κατάστασή της χειροτερεύει με το άκουσμα της αυτοκτονίας του αγαπημένου της. Το 1929 εκδίδει τη συλλογή «Ηχώ στο Χάος». Αφήνει την τελευταία της πνοή το 1930, πάνω στο άνθος των 28 χρόνων της, νικημένη πια από τη φυματίωση κι αφού έχει ζητήσει από τον αγαπημένο της φίλο, Βασίλη Γεντέκο, να την προμηθεύσει με ένεση μορφίνης για ν’ απαλύνει τον πόνο της.

Τα κείμενα της χαρακτηρίζονται από ένα βαθύ πότισμα της ευαισθησίας και του ρομαντισμού που τη διακατείχε σ’ όλη της τη ζωή, αφού χαρακτηρίστηκε ακόμα και ως η ιέρεια του πόνου. Πάντα επηρεασμένη από τον έρωτά της για τον Καρυωτάκη και την αγάπη τους για τους καταραμένους ποιητές της Γαλλίας έγραφε για τον έρωτα και τον θάνατο σαν να ‘ναι τα μόνα φυσικά στάδια της ζωής.

Ήταν εκείνη που πρωτοστάτησε στα ελληνικά δρώμενα σ’ ένα δύσβατο αλλά συνάμα δυσνόητο μονοπάτι για πολλούς, αυτό της αντισυμβατικότητας σε μια περίοδο που η γυναικεία φύση θεωρούνταν ντροπή. Ήταν εκείνη που πάλευε και διεκδικούσε τον έρωτα σε μια κοινωνία που η γυναίκα δε γνώριζε τον έρωτα, αλλά μόνο την αναγκαστική συμβίωση και τον θεσμό της οικογένειας.

 

Πηγή Φωτογραφίας

Συντάκτης: Αμέλια Έβανς
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.