Είναι πάντα εκεί, σε όλες τις στιγμές∙ τις εύκολες, τις δύσκολες, τις βαρετές. Αυτές που δεν περνάνε, αυτές που πέρασαν χωρίς να τις καταλάβεις. Όλο το 24ωρο, ακόμη και τις στιγμές που κοιμάσαι. Φωτίζει με χρώματα, εικόνες γνωστές κι άγνωστες, ήχους που σου αρέσουν ή που δεν επέλεξες, αλλά συνήθισες, κι έμαθες να ξοδεύεις εκεί όλες σου τις ώρες, τα αισθήματα, τις σκέψεις. Σου προσφέρει όσα έχεις ακόμα στο μυαλό σου, πριν προλάβεις να τα κάνεις λέξεις, μόνο με ένα σου άγγιγμα, μια σου ματιά ή μια απλή σου κίνηση.

Νιώθεις τύχη που υπάρχει κάποιες μέρες, ευγνωμοσύνη για τον εαυτό σου κι οτιδήποτε άλλο τον έφερε στο δρόμο σου, κι αν έστω καμιά φορά σου την σπάει, ή δεν τα βρίσκετε, ή δε θέλει να συνδεθεί μαζί σου όπως εσύ, δεν παύει ποτέ να ‘ναι εκεί για σένα, αφού είναι ο μόνος που σε ξέρει τόσο καλά.

Ο browser σου. Τι άλλο φανταζόσουν τόση ώρα; Κάτι, λογικά, με πιο ανθρώπινη διάσταση∙ σωστά; Άντε τώρα να τα συνδυάσει όλα αυτά ανθρώπινη ύπαρξη και να μην είναι μέρος ρόλου κομμένου και ραμμένου πάνω στο ότι δεν υπάρχει περίπτωση άνθρωπος να τα εκπληρώνει όλα αυτά∙ εκτός κι αν εκτελεί εντολές ή έχει τρελαθεί -οπότε και σε αυτήν την περίπτωση εκτελεί εντολές εκείνης της παραβατικής φωνής μέσα του.

Εντολές όπως θα έκανε μια μηχανή, μια μηχανή όπως όλες που ‘ναι φτιαγμένες να υπηρετούν και κυρίως να  μην αντιδράνε. Γι’ αυτό είναι και τόσο ιδανική, άλλωστε, και την κοιτάς με καρδούλες στα μάτια καμιά φορά, γιατί περνάει πάντα το δικό σου. Γιατί σε έχει μάθει απ’ τη θέρμη που πατάς τα πλήκτρα να ικανοποιήσεις μάτια κι ολοένα αυξανόμενες επιθυμίες.

Σε ξέρει τόσο που περνάνε οι χορηγούμενες διαφημίσεις μπροστά σου κι η προπαγάνδα τους σου μοιάζει πλέον άλλη μια ιστορία που θα ακούσεις για να περάσει η ώρα στο διάλειμμα στη δουλειά, λίγο πριν αρχίσεις πάλι -με λίγη παραπάνω πίκρα από πριν, για τις ζωάρες που σου πάσαρε και τη δική σου που στενεύεται στο γραφείο και σήμερα.

Σε πήγε εκεί αυτός ο browser, γιατί ξέρει καλύτερα απ’ τον καθένα ότι λαχταράς να βρεθείς εκεί, στην κορυφή με τους άλλους -για να σε δουν, όχι να τους δεις. Σε ενοχλεί, όμως, αυτή η ρηχότητά σου και βάζεις λίγη όπερα, μπας κι εκπαιδεύσεις το πνεύμα σου να θέλει καλύτερη ποιότητα, όμως στα προτεινόμενα, αυτός που σε ξέρει, έχει το χιτ απ’ το κλαμπ που κουνιόταν όλο το πλήθος το Σάββατο και το ‘χεις λιώσει για να μάθεις τους στίχους. Θα τους μάθεις, όπως κι εμείς όλοι, αφού ακούγεται παντού, όπως κι η φυσικότητα που αυτός ο browser είναι τόσο δικός μας, ενώ δε μας είναι τίποτα.

Κλείσε αυτήν την κυρία που τσιρίζει στη Σκάλα του Μιλάνου τώρα, κι όλες τις καρτέλες, αν θες, και κοίτα μία έξω ή και γύρω απ’ το σπίτι, αν είναι κανείς. Κάνε του ερωτήσεις, όπως στην κενή γραμμή του Google κάθε φορά, πες τις προτάσεις που πληκτρολογείς δυνατά και παρακολούθησε τις αντιδράσεις του, όπως εκείνο το αγαπημένο σου βίντεο, κι απάντα του όπως στο κάθε σχόλιο που γράφεις και ξαναγράφεις.

Πάρε το ρίσκο να χάσεις τα like τους με ένα τους βλέμμα, και τα follow με ένα χλευασμό ή διαφωνία, ή ακόμα κι αδιαφορία. Πες ακόμα μια φορά δυνατά όλες τις εναλλακτικές που θα πληκτρολογούσες για να τους αρέσεις ή απλά για να μην είσαι μόνος -είτε σε αγαπάνε είτε όχι.

Εν τέλει, μείνε μόνος και παραδέξου το και σε σένα ότι έτσι νιώθεις κιόλας. Ναι, ακόμα κι όταν σε αγαπάνε. Πες το σ’ εσένα, οι άλλοι είναι εξίσου μόνοι και δε θα ασχοληθούν με άλλο ένα καθημερινό φαινόμενο -κι ο browser σου το ξέρει ήδη, το ήξερε πριν από ‘σένα.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη