Κάτι δεν πάει καλά. Πιάνω μικρές λέξεις στην ατμόσφαιρα, μουρμουρίζει κάπου η προφορά τους, συμπυκνώνεται εύκολα η ορθογραφία τους, όμως το νόημα είναι λεπτό. Σακούλα, χωρίς τίποτα μέσα, που την παίρνει ο αέρας. Λέει ότι θα πετάξει, αλλά γκρεμίζεται στη Γη με ένα μόνο καπρίτσιο.

Πριν προλάβεις να χλευάσεις πόσο δειλοί είμαστε που δεν πετάμε, πέφτει κάτω, γιατί ποιος τόλμησε να αδειάσει για να το βρει; Όλοι με το κεφάλι σκυφτό χαμηλά στη Γη το ζητάμε, παραφουσκώμενοι με όσα νομίζουμε ότι είναι για μας. Τόσο γρήγορα, γιατί ξέρουμε πως πάντα θα ‘ναι πιο αργά από όσο νομίζουμε και δε θέλουμε να νυχτώσει κι άλλο, κυνηγάμε κάτι χωρίς όνομα, που πάντα βρίσκεται πιο πέρα. Δε φτάνεις, όμως, πουθενά όταν δε σε περιμένει κάποιος, και ξεχνάς και το δικό σου όνομα ακόμα, μέχρι απ’ το λαχάνιασμα να βρεις αν είσαι μέσα ή έξω.

Τους βλέπω που περνάνε δίπλα μου, τους αγγίζω καμία φορά, τους δίνω συσπάσεις του προσώπου, ενίοτε κι ελιγμούς της σάρκας, κρύβομαι πίσω από σεταρισμένα σύνολα, κολαριστούς γιακάδες και τυπικές μπλούζες, μην τυχόν και πιάσουν πόσο αναρωτιέμαι αν και κάθε πότε κι αυτοί, σαν εμένα, χτυπάνε να μπουν μέσα. Αν ξύνουν την πόρτα ή ψάχνουν το παράθυρο.

Τόσο σκλάβοι όλοι στην οποιαδήποτε παρομοίωση αγκαλιάς που κρατάμε απασχολημένες τις φλέβες, να ξεχνιόμαστε όταν η καρδιά ατροφεί. Τυφλοί και μουδιασμένοι νιώθουμε νέοι κι ελεύθεροι όταν τα καταφέρνουμε έξω από αυτή. Γι’ αυτό, αν θυμάσαι το όνομά μου, να το ξεχάσεις. Γιατί εγώ μόνο μέσα της κάτι καταφέρνω. Όπου κι αν στέκεσαι, μέσα σε κόσμους από πόδια και χέρια που σε λαχτάρησαν ή έξω από κατώφλια και περβάζια που δε θα σε υποδεχτούν, ξέχασέ με.

Ό,τι βουτάει στο όνειρό μου χωρίς να πνίγεται, ό,τι αναπνέει μαζί μου γιατί το διεκδίκησε κι ό,τι έγινα απ’ τα σημάδια του καιρού και τις απαιτήσεις της μουσικής που τραγουδάει την ιστορία μου, θέλει να πάψεις να με θυμάσαι. Να με ξεχάσεις όπως τα κλειδιά σου, ένα υπερτιμημένο πρωί, όπως τον άσκοπο ντόρο να γεμίσουμε με πολλές σκιές την πιο μόνη σπηλιά μέσα μας, λες και δε φτιάχτηκε μόνο για δύο, όπως κάτι πριν γίνει σημαντικό.

Να με ξεχάσεις για να γνωριστούμε πάλι. Να πάρουμε απ’ την αρχή τον χρόνο που περνάει αργά. Ή που ίσως δεν περνάει, αλλά εμείς περνάμε από μέσα του. Βίαια και με γεύση αθάνατου, σαν την κάθε φορά που πέρασες απ’ το σάρκα μου, σαν τη φορά που θέλω να ξαναπεράσεις. Αφού δεν έχω το θάρρος να γίνω απολύτως τίποτα, από φόβο μη δε με βρίσκει ο θεός χωρίς όνομα, αφού στις προσευχές όλα πάνε καλά, ας γίνω τότε η πραγματικότητα της ψυχής σου.

Τα κορμιά πάντα θα ‘ναι γέφυρες προς τα εκεί, αλλά σε εκείνο το μέσα δεν υπάρχει ούτε χρόνος ούτε χώρος. Ατελής κατασκευή που δεν προσδιορίζεται και δεν έχουν γραφτεί αρκετές λέξεις σε αυτή τη γλώσσα που να σε πείσουν πως όταν με κοιτάς, είμαι πολλά παραπάνω απ’ τα σταθερά άδεια μου μέρη. Γι’ αυτό ξέχασε τα όλα, και πρώτα εμένα.

Θα περάσεις από τελωνεία και φαντάσματα για να επικρατήσεις στη λησμονιά, αλλά όταν γνωριστούμε πάλι, όταν με μάθεις σαν την πρώτη φορά, το άδειο θα υπάρχει μόνο για να γεμίσει από μας. Εδώ μέσα, σε αγκαλιές και γεμίσματα που είμαστε τόσο αναπόφευκτοι ο ένας για τον άλλον, όπως οι εποχές του έτους εκεί έξω.

Κι αν ο ήλιος του καλοκαιριού σταματάει στις αναμμένες λάμπες για να δεις καλύτερα κι ο χειμώνας εξαντλείται στην πρώτη καλή θέρμανση, εσύ μόλις με ξεχάσεις δε θα χρειάζεσαι καμία εποχή. Όταν με γνωρίσεις πάλι, θα αφήσουμε τη δική μας στα χέρια του ανώτερου σχεδίου που καθορίζει τα βήματά μας. Ημερολόγια γραμμένα σε σόλες. Τα ζήτησα όλα από τη ζωή μου κι όταν αναρωτιέμαι πόσο θα ζήσω και για ποιο λόγο, καταλήγω ότι αυτό το ξέρουν όσα ανοίγω για να μπουν μέσα μου.

Ας με θυμούνται όλοι όπως νομίζουν ότι ήμουν όταν θα φύγω, αρκεί να με ξεχάσεις εσύ όπως ξέρεις ότι είμαι, πριν το κάνω. Είτε σαν πουλί που πριν μπει απ’ τη χαραμάδα στο παράθυρο έχει δει τον κόσμο μου και των άλλων από ψηλά, είτε σαν σκουλήκι χαμηλά μέσα σε εκείνη τη σπηλιά που δε γεμίζει, απαλλαγμένη όμως από όλες τις σκιές, είτε στη Γη ανάμεσα κι απ’ τα δυο, από όποια γωνία κι αν με ήξερες, έλα να με μάθεις απ’ την άλλη.

Η αγάπη είναι ένα κακομαθημένο κωλόπαιδο, που δεν παραδέχεται ότι έχει τόση ασχήμια όσο και μεγαλείο, κι αφελώς ριγμένο στην άβυσσο της ανασφάλειάς του, που όσο πιο πάτο πιάνει άλλο τόσο φωτίζει με το δικό του φως, για τη βεβαιότητα και μόνο ότι κανείς δεν πετυχαίνει σε αυτή μόνος. Μόλις γνωριστούμε πάλι θα δυναμώσει. Όχι σαν οδηγός στο σκοτάδι –είναι πάντα μαζί μας άλλωστε, αρκεί και μόνο να κλείσεις τα μάτια–, αλλά γιατί για όποιον αγαπιέται, το «πάλι» σημαίνει «για πάντα».

Κι αφού το «για πάντα» δεν τελείωσε ακόμα, ξέχασέ με. Γιατί μόνο όταν τελειώσει δε θα ‘χω πια κι άλλα δικά μου να γνωρίσεις.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη