Είναι δυο άγγελοι στο κάδρο που φιλιούνται. Τόσα ουράνια να πετάξουν, τόσα σύννεφα να ξεκουραστούν, τόσες ψαλμωδίες να λατρέψουν και τόση αγιοσύνη να λυτρωθούν, κι αυτοί μόνο φιλιούνται. Σφίγγονται γερά ο ένας πάνω στον άλλον κι αν τα φτερά τους δε λιώσουν απ’ τη λαχτάρα του «θέλω κι άλλο», σίγουρα κάποιο θαύμα θα συμβεί στο τελικό τους κούμπωμα.

Τέτοιες αγκαλιές ποτέ να μη με κάνεις, όταν έρθεις. Τέτοιο δέσιμο κανένα πλάσμα ανθρώπινο ποτέ δεν το σήκωσε, γι’ αυτό και το ‘στειλαν στον ουρανό. Να το προσέχει κάποιος καλύτερος από μας, κάποιος που ξέρει τι πάει να πει «πίστη σ’ όσα φοβόμαστε». Γιατί είναι φόβος, όσα θα ‘ρθουν χωρίς εσένα, πώς θα τα βγάλω πέρα για ‘σένα. Για αυτή τη νοσταλγία στο στήθος κάθε φορά που εισπνέω την άνοιξη περιμένοντας τον Μάιο. Νοσταλγώ το μέλλον που θα φέρεις στα ανθισμένα λουλούδια που γεμίζουν τον αέρα. Μου λείπεις στα φανάρια που κρατάνε λίγο και χάνω τη συγκέντρωση να βρω το πράσινο, γιατί μόνο αν προχωρήσω θα σε βρω.

Κάπου είσαι εκεί έξω, στη γραμμή του δρόμου που τελειώνει πριν τα καύσιμα, στη γραμμή της παλάμης μου που σβήνει πριν μου σφίξεις το χέρι, στη γραμμή που χαράζει το σύνορό μου για να ‘ρθεις να με βρεις στη μέση. Κι όπου και να ‘σαι, μου λείπεις. Ας μη σε ξέρω, ας μη γίνεται να σε περιγράψω. Όχι γιατί δεν υπάρχεις, αλλά γιατί υπάρχεις μέσα μου κι εκεί οι λέξεις πάντα χάνουν. Ποιες προτάσεις να βάλω στη σειρά να πω τι είσαι και τι όχι, όταν είμαι κι εγώ μια προέκτασή σου; Τι σημασία έχει η όψη και το σχήμα σου, όταν το μέσα σου μας ομορφαίνει και τους δυο;

Τότε μου λείπεις πιο πολύ. Όταν μου λένε να ξεκινάω απ’ το έξω, απ’ το πώς φαίνονται όλα, κι εγώ ακόμα δεν έχω προλάβει να βρω έξοδο απ’ το μέσα. Θέλω καμία φορά να τους ακούσω, αλλά ψάχνω τη χροιά σου στις φωνές τους και ξεγελιέμαι ότι όλο και κάπου θα μοιάζεις. Όμως σε ξέρω, κι ας μη σε έχω δει. Δε θα ‘σαι σαν κάτι, σαν κάποιον. Θα ‘σαι σαν εσένα. Και θα σε αναγνωρίσω όταν έρθεις.

Ίσως να μου λείπεις κι όταν πια θα έχεις εγκατασταθεί. Κανείς δεν ξέφυγε απ’ την υπερβολή των σωμάτων όταν χωρίζουν μόνο για να ξαναβρεθούν. Όταν μεγαλοποιούν γιατί είναι ό,τι κοντινότερο θα βρουν σε θεό. Ίσως να μου λείπεις και τότε, αλλά γιατί θα ‘σαι μικρός. Μια κουκκίδα σε ένα χάρτη μεγαλοσύνης και σπουδαίων νοημάτων έρωτα, ιδανικών και ζωής.

Εσύ θα ‘σαι μηδαμινός, γεμάτος λάθη, ατέλειες κι επιφάνεια, και θα ‘χεις στόχο το κρεβάτι μου να γίνει και δικό σου. Θα ζεις για να νομίζουμε ότι θα πεθάνουμε πριν την κορύφωση και για λίγο, όσο κάνει ένα σεντόνι να λερωθεί και μια ανάμνηση να γίνει μνήμη, δε θα λείπει σε κανέναν τίποτα.

Μου λείπεις και τώρα που συνήθισα να μη μοιράζομαι, να κάθομαι σπίτι, όταν οι άλλοι βγαίνουν έξω να αδράξουν ό,τι έχει απομείνει, όταν ψάχνουν το τέλειο, ενώ ακόμα δεν ξέρουν ποιο είναι και κανείς δεν τους είπε ότι δεν υπάρχει. Μου λείπεις, γιατί δεν έχω γνωρίσει πιο πολύ τον εαυτό μου, κι ας μην έχω γνωρίσει ούτε εσένα. Ξέρω ότι τώρα γελάω στο ίδιο ρεφρέν που έκλαιγα κι αυτό μόνο η προσμονή σου άξιζε να το φτιάξει.

Προσπάθησαν κι άλλοι ανάξιοι να διορθώσουν τη μουσική μέσα μου και πρώτη από όλους εγώ, αλλά δε φτιάχνει κάτι απ’ την ίδια πηγή που το χάλασε. Να θυμάσαι πως έχω διαλέξει αυτά που γιατρεύουν κι αυτά που αρρωσταίνουν, κάτι πρωινά που δεν είχα άλλη επιλογή και κάτι ξημερώματα που τις είχα όλες και πάλι διάλεξα εσένα.

Γιατί υπάρχεις, τόσο ανάξιος κι εσύ, τόσο αφοσιωμένος σε ό,τι έχασες, τόσο τεμπέλης σε ό,τι σε φοβίζει. Γιατί αν δουλέψεις να το πολεμήσεις, αν γίνεις εργατικός με τον φόβο, θα αρχίσει να σε ανταμείβει η σκληρή δουλειά και μέχρι να ‘ρθεις να με βρεις, σε ποιον θα ‘χεις να λες τους κόπους σου; Γιατί κι η μοίρα, όταν κάνει απολογισμό, δεν ανταμείβει κανέναν. Απλά θέλει να ξέρεις πόσα ακόμα χρωστάς και πόσο θα δουλέψεις για το αν ποτέ θα ξεχρεώσεις.

Βαθιά μέσα σου, όμως, εκεί που κι εσύ δεν έχεις περιγραφές, θες εσένα να σου χρωστάει η μοίρα. Κάποιον σαν εμένα. Άνθρωπο απ’ έξω και παράδοξο από μέσα. Άνθρωπο απ’ έξω και χίλια μικρά κομμάτια από μέσα. Δεν ενώνονται, απλά σπάνε κι άλλο φορά τη φορά. Ξέρεις για ποιες φορές λέω. Όλες εκείνες που μας ‘καναν αυτό που είμαστε και μας πέταξαν στη μούρη όσα δε θα γίνουμε. Κάποιες ήταν κι όσες μου έλειπες εσύ, κι έμαθα εμένα χωρίς να ξέρω εσένα.

Οι άγγελοι τώρα περπατάνε στο νερό σε εκείνο μας το όνειρο που όλα τα όνειρά μας έχουν γίνει η ζωή μας. Με αυτή έλα να με βοηθήσεις.

Όπου κι αν είσαι.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη