Ας μιλήσουμε για τα θαύματα. Λογικά, οι μισοί έχετε ήδη παρατήσει την ανάγνωση κι οι άλλοι μισοί γελάτε ειρωνικά, περιμένοντας παρακάτω να καλυφθεί υπέρ του δέοντος όλη η υπέρλαμπρη επιρροή τους, όλη η θεαματική αντανάκλασή τους σε ζωές, ανθρώπους και σ’  όσους τα παρακολούθησαν, να καταγραφεί το παράδειγμα που έδωσαν για τις επόμενες ψυχές που θα ‘χουν την τύχη να ευεργετηθούν απ’ το άγγιγμά τους. Κι ύστερα να συνεχίσετε να γελάτε με τις μπούρδες που πάει να σας ταΐσει κάθε γραμμή που διαβάζετε.

Γιατί αυτά δε συμβαίνουν. Γι’ αυτό και κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να τα αναγάγει σε σοβαρή κουβέντα, γιατί όλοι νιώθουν βαθιά στα κόκκαλά τους την ειρωνεία και μόνο της λέξης, αν δεν έχει να κάνει με καμία διήγηση βίου Αγίων ή παραβολής απ’ τη Βίβλο. Ποιος πιστεύει αυτές τις υπερτιμημένες υπερβολές; «Κλείσ’ το να πάμε για ύπνο και θα το δεις σε μια φούσκα πάνω απ’ το κεφάλι σου, όσο θα ροχαλίζεις, το θαύμα.»

Όλοι έχουν δίκιο. Αυτά, όντως, δε γίνονται. Τα θαύματα είναι παραμύθια για παιδιά, που κανείς δεν τολμάει να τα κάνει να κλάψουν. Άλλωστε, θαύμα είναι όταν αλλάζει μια κατάσταση, μια αλληλεπίδραση, κάτι στο οποίο βρίσκεσαι μέσα ή έξω, ένα συναίσθημα που πραγματεύεται εκείνα τα γνωστά κόκκαλα μέσα σου, μέχρι που γίνεται πραγματικότητά σου, ένα «αλλιώς» που κάθεται στον λαιμό σου χειρότερα κι απ’ το «έτσι».

Ένας άνθρωπος, δικός σου ή ένας ακόμα πιο δικός σου, που είναι απαράλλαχτος εσύ σε όλους τους καθρέφτες και γυρνάει στο όνομά σου σε όλα αυτά που τον καλούν να αλλάξει και να τον αλλάξουν. Αυτά δε γίνονται, όπως και δε γίνεται να αλλάξουν κι οι άνθρωποι. Για αυτό είναι τόσο γελοία η λέξη «θαύμα» όταν γίνεται. Όταν, τελικά, το βλέπεις, γιατί πρώτα το ‘χεις νιώσει, όταν τελικά το ζεις, γιατί πρώτα νόμιζες ότι θα πέθαινες χωρίς αυτό, όταν το αναγνωρίζεις, γιατί προηγουμένως δε γνώριζες ούτε το όνομά σου στην προσπάθεια να βρεις ποιος είσαι, πριν το βρουν οι άλλοι. Και τελικά έκαναν κι αυτοί το ίδιο, τότε, κρυφά σε ένα κρεβάτι, μια απ’ τις αϋπνίες νύχτες, η λέξη «θαύμα» δεν έφτανε.

Όχι γιατί θα ψάχναμε βαρύτερες και μακροπρόθεσμες περιγραφές, αλλά γιατί πάντα μας λένε και το επαναλαμβάνουμε κι εμείς –στον εαυτό, στον θεό και στους γύρω μας– ότι αυτά δε γίνονται. Πώς μια ιστορία της Αγίας Γραφής να την κάνει πραγματικότητα κάποιος ανάξιος θνητός; Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, άρα να μην παλεύουμε κι εμείς με το αδύνατο. Να μην κοιτάμε να βαφτίσουμε τον ουρανό θάλασσα, γιατί μας κάνει τη χάρη και δε μας πέφτει στο κεφάλι όταν κοιτάμε ψηλά, ψάχνοντας λύση σε ό,τι μας φαίνεται αδιέξοδο και πολυέξοδο.

Και το πιστεύουμε. Ζούμε με αυτό. Το κάνουμε σκοπό της ζωής μας κι η ειρωνεία των θαυμάτων που δε γίνονται, φτάνει για να μας βάλει για ύπνο επιτέλους και να κάνει μια άυπνη νύχτα λιγότερη. Να καταπιαστούμε με τίποτα που να βγαίνει, γιατί εμάς δε θα μας βγει η ψυχή να αλλάξουμε. «Είδες κανέναν να τα κατάφερε; Κλείσ’ το και γύρνα πλευρό.»

Κι εκεί, εννοούν κλείσε εκείνη τη φωνή σ’ εκείνη τη βγαλμένη ψυχή που σου λέει ότι είναι αναπόφευκτο. Ότι εκείνη η μέρα ήρθε ή θα ‘ρθει και θα ‘ναι άλλη μια βαρετή στο ημερολόγιο, όμως από ‘κείνη θα ξεκινήσει η αλλαγή σου. Η αλλαγή τους. Η αλλαγή μας. Θα μπει κάτω απ’ τα δέρματα, όπως ο αέρας, από κάτι ασήμαντο, κάτι ηλίθιο, κάτι που δε νοιάζεται κανείς, και θα αρχίσει να πλάθει έναν νέο, αλλιώτικο, εαυτό.

Θα αρχίσει να διαμορφώνει αυτό που ήθελες να φτάσεις, αυτό που ήθελες να γίνεις, να ξεγίνεις ή να απαλλαγείς. Θα γίνει το ραβδί των πράξεων και της ενέργειάς σου, όχι επειδή το ευχήθηκες, με μαύρους κύκλους τόσες και τόσες φορές, αλλά γιατί κάποτε το επέλεξες.

Κάποια στιγμή, μέσα στις τόσες που περνάνε με τις ανάσες σου και για τις πιο πολλές αδιαφορείς ή δε θυμάσαι, πήρες τον άσο της αλλαγής κι άλλαξες το παιχνίδι. Κανείς δεν έφερε κανέναν στα μέτρα του, απλά όταν μια απόφαση παρθεί και την εννοείς, αυτό το νόημα σε θρέφει από ‘κει και πέρα. Κι όλα γυρνάνε στον ρυθμό του μέχρι να συντονιστούν.

Μην περιμένεις φοβερές αλλαγές και συνταρακτικά γεγονότα για να πας προς τα εκεί. Αρκεί μόνο να θες να δεις παραπέρα από ‘κεί που φτάνει η μάτια κι η άκρη των δαχτύλων σου. Τότε συντονίζεσαι κι εσύ και χορεύεις εκεί που νόμιζες ότι δεν ήξερες ούτε να περπατάς.

Τότε θα δεις όσα γίνονται, γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Ήταν πάντα αυτό το πεπρωμένο σου κι εσύ επέλεξες αυτό αντί να κοιμηθείς, επιλέγοντας πρώτα το αδύνατο.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη