Δεν λέω ωραία πράγματα στην μάνα μου τελευταία. Της μιλάω όπως πάντα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. Άλλοτε στο φως κι άλλοτε στο μισοσκόταδο και με τον κόπο που κάνουν τα μάτια για να δουν, οι εικόνες σχηματίζονται αργοπορημένες και λεπτομερείς, όπως γυρίζεις πίσω σε αργή κίνηση ένα παλιό βίντεο για να το ξαναδείς κι αυτό κολλάει πότε-πότε σαν να το κάνει επίτηδες για να χαζέψεις κι όσες λεπτομέρειες σου ξέφυγαν.

Έτσι διακρίνω καθαρά πια το κάθε της βλέμμα σε αυτά που λέω. Υπάρχουν φορές που νιώθω ότι είναι καρφωμένο στα χέρια μου. Το ξέρει καλά πως όταν μπλέκω τα δάχτυλά μου σφιχτά μεταξύ τους και νιώθω τα νύχια μου στο δέρμα μου, τότε μου λείπεις παραπάνω από όσο υπολόγιζα. Ξέρει και πως όταν τα έχω ανοιχτά, αισιοδοξώ για τα επόμενα και δε με κατατρώνε τόσο όλες μου οι εξομολογήσεις για σένα, σαν να έχω ζήσει όση ζωή μου αναλογούσε σε ένα απόγευμα κι απ’ την αγωνία να ζήσω κι όσες άλλες έκλεψα, τιμωρούμαι απ’ τα ίδια μου τα λόγια.

Άλλες, όταν δεν καταλήγω κάπου και μόνο φωνάζω το όνομά σου, τα μάτια της βαθαίνουν και θυμώνει σαν να έχω αργοπορήσει για κάτι, σαν να με περιμένει κάτι άλλο πέρα από αυτά τα λόγια κι εγώ πάντα αργώ στο ραντεβού κι αυτό βαριέται και σηκώνεται και φεύγει.

Τις περισσότερες, όμως, κατεβαίνει με όλο της το πρόσωπο και το σώμα μαζί μου σκάλες που δεν υπάρχουν και με συνοδεύει ως εκεί που δε φωτίζει τίποτα πια και με μια λυτρωτική συγκατάθεση με αγκαλιάζει στο σκοτάδι, όπως όλες οι αλήθειες που έζησα μαζί σου και με παρηγορεί εξίσου αληθινά, που σαν αμήχανο παιδί άθελά μου πήγα και μπερδεύτηκα στον κόσμο των μεγάλων. Σε εκείνο τον κόσμο που όσα δεν έχω θα με δένουν πάντα μαζί σου.

Όμως δεν της λέω ποτέ παλιές ιστορίες, δεν ξοδεύω το νόημα σε ήδη φορεμένες λέξεις, δεν της ξαναδίνω το ίδιο, αλλά εφευρίσκω νέες λέξεις για μας, αποτυπώνω δική μου γλώσσα που έχει το θράσος να δηλώνει –χωρίς να προφυλάσσεται από τον θρασύτερο αυριανό εαυτό της, χωρίς να φοβάται μην τυχόν δε βρει μια θέση μέσα σου– πως μπορεί ποτέ να μην γίνω αυτό που θες, αλλά θα είμαι πάντα ο άνθρωπος σου.

Λογικά,  γι’ αυτό όσο και να της μιλάω δε γλυκαίνει ποτέ το βλέμμα της. Να πάψω θέλει, γιατί της πέφτει πάντα βαρύ αυτό το «ποτέ». Όμως ξέρει πως το βάρος του σηκώνεται και φοβάται γιατί ξέρει κι ότι πάντα δοκιμαζόμαστε με όσα αντέχουμε.

Δεν υπάρχουν σχέδια εξόντωσης απ’ έξω, από μέσα μόνο. Από ‘κει που βγαίνουν οι λέξεις μου για σένα. Μαζί με το βάρος του ποτέ, σήκωσα και την κορνίζα της και την πήγα πιο κει στο σκοτάδι. Της τα είπα για απόψε. Θα αφήσω τα βλέφαρά της να βαρύνουν απαλά χωρίς φως και να ξεκουραστεί. Να μη λυπάται άλλο που νοσταλγώ όσα δεν έζησα.

Θα της χαρίσω και τον δικό μου ύπνο, αφού εγώ δε θα τον χρειαστώ γιατί θα συνεχίσω μαζί σου. Φέρνω τη δικιά σου κορνίζα τώρα πιο πολύ στο φως κι έτσι συναγωνίζομαι την ηλιόλουστη μέρα που σου χάρισε τέτοιο χαμόγελο στη φωτογραφία. Το χρωστάω στον ουρανό και στο ότι ήμουν εκεί τη σωστή στιγμή να την τραβήξω.

Θα είμαι, όμως, εκεί κι όλες τις λάθος στιγμές που οι άλλοι θα ψάχνουν εξόδους κινδύνου απ’ το φόβο τους παρατώντας σε για να σωθούν. Και ας μην πληρώ όλα σου τα κριτήρια, μπορείς να φωνάξει τ’ όνομά μου όταν στην αναταραχή θα ‘χεις ξεχάσει το δικό σου.

Ας μη με θες για όσα είμαι και για όσα τρέμεις ότι μπορώ να γίνω, εγώ θα στηρίζω πάντα τον κάθε σου θρίαμβο που θα φαντάζει μάταιη προσπάθεια. Θα φωνάζω «Μην τα παρατάς» με πείσμα και τις φλέβες τεντωμένες, να βράζει το αίμα μέσα τους για την κάθε φορά που πάγωνε όταν καταλήγαμε κα οι δυο μόνοι, γιατί οι προδιαγραφές μου κάλυπταν τον ορίζοντά σου κι ενώ ήξερες ότι υπάρχει κι άλλος ακόμα πιο πέρα, με έκανες στην άκρη να μείνεις με αυτόν που ήξερες.

Θα ‘μαι πάντα ο άνθρωπός σου ακόμα κι έτσι. Ακόμα και σε αυτή τη στενή γραμμή του ορίζοντα που πάντα πατάω πάνω της σαν ακροβάτης και πάντα πέφτω σαν να με φύσηξε κάτω δυνατά η ανάσα απ’ το κάθε φιλί που μου αρνήθηκες, γιατί άπαξ και γευτείς το ιδανικό δεν υπάρχει γυρισμός.

Θα ‘μαι εδώ για σένα πάντα να συγκαλύπτω τις τύψεις σου, να χαιρετίζω τις αμαρτίες σου, να φροντίζω τις αδικίες σου, να σε ακούω να βρίζεις όσα έχω, να κάνεις τάχα πως νοιάζεσαι για όσα νιώθω, να αρνείσαι με όρκους, που κρατάνε όσο τα τσιγάρα σου, όσα νιώθεις εσύ.

Θα ‘μαι πάντα ο πιο δικός σου κι ας μη σου κάνω. Θα ‘μαι πάντα οι βόλτες που δεν πήγαμε χέρι-χέρι, ο κόσμος που δε συστηθήκαμε, τα γέλια που δεν ξεσπάσαμε, τα κλάματα που δε στέγνωσαν, ο έρωτας που ξημέρωνε σε ξένα κρεβάτια, οι αγγαρείες του σπιτιού που δε μοιράσαμε, τα κλειδιά που δεν ακούστηκαν στην πόρτα, όλα τα μέσα που μπήκες για να φύγεις μακριά μου, όλες οι θάλασσες και τα βουνά που δε γέμισαν τα μάτια μας, όλα όσα σου είπα και θα σου ξαναπώ, όχι μιλώντας στην κορνίζα πια, αλλά κοιτώντας σε στο πρόσωπο που θα με αρνηθεί πάλι.

Πριν η πόρτα χτυπήσει πίσω σου όσο θα φεύγεις θα σε βασανίσει για πολύ το ότι ακόμα δεν ξέρεις να μου πεις γιατί ενώ δε με θες πάντα ξαναέρχεσαι. Όμως αυτό που θα σε κυνηγάει πιο πολύ είναι ότι το κάνεις για να γίνεις η πιο περήφανη ιστορία που θα λέω στη μάνα.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη