Η ώρα ήδη περασμένη, το κρεβάτι σου σε αναζητεί όσο εσύ καθυστερείς. Κάπου εκεί στο σκοτάδι ακούς κάτι ψιθύρους. Ερωμένη η νύχτα για εκείνους που την αγαπούν, όμως, παρ’ όλα αυτά πάντα δύσκολη. Η πιο αδύναμη ώρα είναι κάπου εκεί στα μεσάνυχτα, που έρχονται στο μυαλό σου όσα προσπαθείς να ξεχάσεις μες στην ημέρα. Έρωτες, ανείπωτα κι εκείνη η κρέπα σοκολάτα-μπανάνα.

Ευάλωτη ώρα, πεισματάρα νύχτα. Ακόμα κι εκείνοι που της αντιστέκονται, κάποια στιγμή δεν της ξεφεύγουν. Πώς να της γλυτώσουν, άλλωστε; Ούτε η ημέρα δεν τα κατάφερε κι έγινε νύχτα, αργά ή γρήγορα. Ούτως ή άλλως, τη νύχτα πέφτουν οι μάσκες κι ο καθένας είναι πιο κοντά στον εαυτό του και στις επιθυμίες του. Για καλό συμβαίνει.

Κι εκεί που λες πως θα αντέξεις λίγο ακόμα, δεν τα καταφέρνεις τελικά. Κουρνιάζεις το κορμάκι σου στο αφράτο στρώμα και τα πουπουλένια μαξιλάρια, που ακριβοπλήρωσες. Ευτυχία το κρεβάτι, ευτυχία η ηρεμία, ευτυχία η μοναξιά -κι ας λεν’ πολλοί τα δικά τους. Βάσανο, όμως, τα γουργουρητά. Εκεί που τα κουρασμένα ματάκια σου αρχίζουν να χαμηλώνουν, ακούς κάτι από μέσα σου να ουρλιάζει, να φωνάζει και να μη σε αφήνει σε ησυχία. Ξέρεις τι είναι, αλλά μάλλον κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, κάθε φορά τα ίδια. Όχι, δεν είναι οι σκέψεις σου, αυτές κατάφερες να τις ξεγελάσεις κι απόψε, είναι κάτι πιο τρομακτικό, η πείνα σου.

Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις την ενόχλησή της. Προσπαθείς να την αποφύγεις, να την απορρίψεις, όμως εν τέλει συνειδητοποιείς πως δεν μπορείς. Κάτι μέσα σου φωνάζει να μη σηκωθείς απ’ το κρεβάτι, όμως κάτι άλλο σε αναγκάζει κι εσύ ανήμπορος να αντισταθείς, ακολουθείς. Σαν να κατοικούν μέσα σου δύο φωνές, που συνεχώς μαλώνουν και σε βάζουν σε δίλημμα. Να το κάνεις ή να μην το κάνεις; Αμαρτία, αν δεν το κάνεις, δε θες να ζεις με απωθημένα και τύψεις, αν υποκύψεις.

Και κάπου εκεί, που παλεύεις με τις φωνές στο κεφάλι και στο στομάχι σου, χτυπάει και το κουδούνι. Ονειρεύεται τον ντελιβερά σαν υπερήρωα, να έρχεται για να σε σώσει απ’ τη λιγούρα σου,  με την μπέρτα του να ανεμίζει και την πίτσα του να αχνίζει. Μπα, προσγειώνεσαι στην πραγματικότητα, μήπως έκαναν λάθος κουδούνι; Αμ δε, το σωστό κουδούνι, τα σωστά άτομα, την πιο λάθος ώρα.

Είναι τα κολλητάρια σου, που αποφάσισαν να σε επισκεφτούν μια ώρα ακατάλληλη, μια ώρα δύσκολη. Τις συνηθίζετε τέτοιες ώρες, σαν παρέα νυχτερίδων. Ανοίγεις την πόρτα και νιώθεις ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου. Τι χαρά είναι αυτή; Όχι που τους είδες –εντάξει, χάρηκες και γι’ αυτό–, αλλά τι είναι αυτό που κουβαλάνε; Σακούλα ζαχαροπλαστείου; Μη σε γελούν τα μάτια σου; Μην είναι παραισθήσεις απ’ την πείνα;

Τύχη βουνό! Αγόρασαν όλο το ζαχαροπλαστείο και το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Το στομάχι σου αρχίζει να παίρνει εκδίκηση, τζάμπα τόση ηρωική αυταπάρνηση όλη μέρα, πάλι λύγισες. Είχες όλη την καλή διάθεση να κοιμηθείς νηστικός, αλλά αφού ήρθαν τα παιδιά, να τα προσβάλεις; Τι καλά που υπάρχουν στη ζωή σου.

Πάλι γουρούνιασες, θα καείς στην κόλαση, όλοι μαζί, δηλαδή, σε διπλανά καζάνια. Εντάξει, τουλάχιστον, θα έχετε παρέα ο ένας τον άλλο. Παρ’ το ως θετικό αυτό! Εσύ την πρόσπάθειά σου να αντισταθείς την έκανες, αλλά πάντα η καρδιά έχει το πάνω χέρι.

Άλλωστε, οι πιο ωραίες αμαρτίες είναι πάντα αυτές που ευχαριστιέσαι περισσότερο. Και το φαγητό μόνο ευχαρίστηση κι απόλαυση είναι κι ας πάνε στράφι όλες οι διατροφές του κόσμου. Χοντροί για πάντα!

Συντάκτης: Ευαγγελία Μικέ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη