Δεν είμαι πια τρελή για σένα και τα βράδια κοιμάμαι ήσυχη. Δεν αναρωτιέμαι που είσαι και που σπαταλιέσαι. Σε ποια ξένα χέρια τώρα πια κοιμάσαι, πού χαραμίζεις το σώμα σου. Μηδαμινή αξία δίνω και στο αν με σκέφτεσαι, αν σου λείπω. Αμφιβάλλω αν σε σκέφτομαι και εγώ τόσο πολύ πια, μα λίγο νομίζω μου λείπεις, δύναμη της συνήθειας υποθέτω. Τα βράδια που περνούν, τυλίγομαι στη μοναξιά μου. Της έδωσα και μορφή για να ανταλλάσσουμε πού και πού καμιά κουβέντα. Μην περνάν οι μέρες με σιωπή, διαφορετικά δε θα μου ταίριαζαν καθόλου. Δε θα ήμουν εγώ.

Δεν είμαι πια τρελή για σένα γιατί σταμάτησα να βρίσκω πάνω σου παρηγοριά. Στις ώρες της ανάγκης μου γινόσουν θεατής, πότε πρωταγωνιστής, ποτέ στήριγμα. Μόνη αντιμετώπισα τους δράκους και τα θεριά. Και ας είχαν πολλές φορές σαν στόχο τη σχέση μας και όχι εμένα. Ένας μόνος του δεν κρατάει τη σχέση όμως, σωστά; Και αν δεν εναπόθετα ελπίδες και όνειρα σε εσένα, αν δεν ήσουν εσύ ο άνθρωπος που θα έτρεχα στις δύσκολες στιγμές, ποιο το νόημα να σου χαρίσω την τρέλα μου; Θέλει άξιο ανταποκριτή η τρέλα η δικιά μου.

Δεν είμαι πια τρελή για σένα και νιώθω να αναπνέω ελεύθερα. Το οξυγόνο πλέον μου περισσεύει και έχω καιρό να νιώσω πως ασφυκτιώ. Πού και πού το εκμεταλλεύομαι κιόλας αυτό το περίσσιο και δίνω ζωή σε ότι μέσα μου έχει πεθάνει, ξέρεις, με τεχνητές αναπνοές. Έμαθα βλέπεις, να φροντίζω και εμένα και να κάνω σταθερά και μικρά βήματα μπροστά και στιγμή δε σκέφτηκα να σε ρωτήσω πώς. Δε σε βλέπω πλέον παντογνώστη και σταμάτησα να σε θαυμάζω γι’ αυτό. Πού και πού πιάνω και τον εαυτό μου ακόμα και να χαμογελάει και πιστεύω πως φταίει το πόσο άγνωστος πλέον μου είσαι, το πόσο ξένος.  Και να, νιώθω περήφανη.

Δεν είμαι τρελή για σένα πια και έμαθα να αγαπάω εμένα. Έμαθα να μη με σπαταλάω και να προσέχω που πατάω. Να ξεχωρίζω τις καλές στιγμές, τους καλούς ανθρώπους και να τους κάνω κορνίζα, να τους βάζω ψηλά για να μην τους ξεχάσω ποτέ. Έμαθα και να αδιαφορώ γι’ αυτούς που θέλουν το κακό μου. Να τους πετάω στα άπλυτα για καθαρισμό ή στα σκουπίδια, αναλόγως την αξία και την ποιότητά τους. Έμαθα πως είναι να πέφτεις και αφού έραψα καλά τις πληγές μου, βεβαιώθηκα πως δεν μπάζει η αυτοεκτίμησή μου από πουθενά. Κάπως έτσι, σε κάτι παλιά ρούχα, σε κάτι κορνίζες και σε κάτι πληγές με ανακάλυψα.

Δεν είμαι πια τρελή για σένα και μόλις σε γνώρισα. Έβγαλα τις παρωπίδες του έρωτα και τις κρέμασα στον τοίχο, απέναντι από το κρεβάτι. Για να είναι τα λάθη μου το πρώτο πράγμα που βλέπω όταν ανοίγω και όταν κλείνω τα μάτια μου. Να μάθω καλά από αυτά και να σταματήσω να μετράω τους ανθρώπους με βάση τα δικά μου συναισθήματα. Ξέρεις, όσο πιο έντονα συναισθήματα, τόσο πιο τυφλός γίνεσαι. Και εσένα σε μέτρησα με το τι ένιωθα, όχι με το τι ήσουν. Πρέπει λοιπόν να μάθω να τα ελέγχω και να τα χαλιναγωγώ, όταν χρειάζεται. Να βάλω μπροστά τη λογική που είναι εκπαιδευμένη κατάλληλα γι’ αυτές τις καταστάσεις. Για να μείνω ήσυχη και να μην απογοητευτώ από εμένα ξανά.

Δεν είμαι πια τρελή για σένα και σ’ ευχαριστώ.

Συντάκτης: Μαρία Διακουράκη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή