Αν φαντάζεσαι πως ένας χωρισμός για να είναι χωρισμός απαιτεί καβγάδες, εντάσεις, βαριές κατηγορίες και ηχηρές φωνές, είσαι βαθιά γελασμένος. Ίσως αυτός ο τρόπος να είναι μια κάπως ανάλαφρη εκδοχή, καθώς περιλαμβάνει ξέσπασμα και δεν επιτρέπει σε ανείπωτα λόγια και στον θυμό να φωλιάσουν. Υπάρχει όμως και μια πιο επίπονη εκδοχή χωρισμού, που δεν είναι άλλη από όταν δύο άνθρωποι αρχίζουν απλώς να απομακρύνονται. Η απομάκρυνση γίνεται ίσως σταδιακά, αλλά το χάσμα που δημιουργείται δεν αφήνει περιθώρια επανένωσης. Είναι επώδυνο και ψυχοφθόρο να αντικρίζει κανείς κατάματα πως με τον άνθρωπο που τον έδεναν τόσα πολλά, πλέον δεν έχει μείνει κάτι να τους ενώνει. Είναι σαν δύο παράλληλες γραμμές – ευθείες – και όπως όλοι γνωρίζουμε από τη γεωμετρία, οι παράλληλες γραμμές δεν έχουν καμία ελπίδα να τέμνουν η μία την άλλη. Αυτό ισχύει και για τις ανθρώπινες σχέσεις που οδηγούνται σε «ήσυχους» χωρισμούς.

Για κάποιους ανθρώπους, αυτό λειτουργεί λυτρωτικά, καθώς τους απαλλάσσει από τη διαδικασία να επικοινωνήσουν το πρόβλημα, να προσπαθήσουν να βρουν έναν τρόπο να γεμίσουν τα κενά που δημιουργήθηκαν, να πλησιάσουν ξανά – είτε γιατί τους «τελείωσε» ο έρωτας, είτε γιατί πολύ απλά κουράστηκαν, βαρέθηκαν – και αυτό δεν είναι κάτι κατακριτέο. Άνθρωποι είμαστε και έχουμε δικαίωμα να νιώθουμε όπως θέλουμε για όποιον θέλουμε.

Τι γίνεται όμως με την άλλη πλευρά της ιστορίας; Για το άλλο πρόσωπο, το πιο εκκωφαντικό δεν είναι αυτό που λέγεται, αλλά όσα δεν λέγονται πια. Είναι τα λόγια που μένουν στον λαιμό, οι συζητήσεις που δεν ανοίγουν, τα βλέμματα που αποφεύγονται, και παρακολουθεί τις «γέφυρες» να γκρεμίζονται – και αυτό ίσως είναι πιο ανυπόφορο. Αυτοί οι χωρισμοί πονάνε με έναν τρόπο μοναδικό. Γιατί δεν μπορείς να πεις “με πρόδωσε”, “με πλήγωσε”, “φταίει εκείνος”. Δεν υπάρχει κάθαρση μέσα από την έκρηξη. Υπάρχει μόνο η θλίψη για κάτι που χάθηκε αθόρυβα, χωρίς να ξέρεις ακριβώς πότε και πώς. Πολλές φορές, δεν είσαι προετοιμασμένος για αυτό. Σε παγώνει και σε μουδιάζει η ατμόσφαιρα, δίχως να σου αφήνει περιθώρια να αντιδράσεις – και με πόνο προσπαθείς να προσαρμοστείς. Η σχέση μοιάζει με ένα πρακτικό συμβόλαιο, καθώς «εξωτερικά» δείχνει να λειτουργεί, αλλά τα πρόσωπα γίνονται δύο συγκάτοικοι με κοινό παρελθόν. Η αγάπη όμως δε φεύγει πάντα με θόρυβο. Συχνά απλώς κουράζεται, ξεθωριάζει και σβήνει.

Κάποιες φορές, αγαπάς κάποιον αλλά δεν μπορείς πια να τον συναντήσεις. Δεν είναι ότι έπαψες να νοιάζεσαι· είναι ότι δε βρίσκετε πια τον δρόμο ο ένας προς τον άλλον. Στους ήσυχους χωρισμούς, οι καρδιές αποσύρονται αθόρυβα. Δεν υπάρχει μίσος, ούτε θυμός – παρά μόνο μια σιγανή, αβάσταχτη απομάκρυνση.

Υπάρχει όμως και μια διαφορετική οπτική που περιγράφει πως ίσως τελικά οι ήσυχοι χωρισμοί να είναι οι πιο ώριμοι. Είναι εκείνοι που δεν καταστρέφουν, αλλά σέβονται. Είναι αυτοί που αναγνωρίζουν πως δύο άνθρωποι μπορεί να μην έχουν πια να δώσουν ο ένας στον άλλον ό,τι είχαν – και αποχωρούν. Όχι όμως με οργή, αλλά με ευγνωμοσύνη για τα όσα έζησαν. Ίσως ήσυχος να είναι ο χωρισμός που σέβεται τον άλλο τόσο πολύ, ώστε να μην τον τραυματίσει στην αποχώρηση – και αυτό είναι πράξη αγάπης, ακόμα και στο τέλος της. Υπάρχουν και κάποιες τελείες που δε γράφονται και μένουν αποσιωπητικά, και σε αυτά τα αποσιωπητικά κρύβεται όλη η τρυφερότητα που δε χάθηκε, αλλά απλώς δεν αρκούσε πια.

Συντάκτης: Άννα Γιαννούλη