Στα εφηβικά σου χρόνια περίμενες πώς και πώς να ενηλικιωθείς ώστε να μπορείς κι εσύ να τρέχεις σε όλα τα κλαμπ της περιοχής σου. Ήθελες να βγαίνεις τόσο σε σημείο που να μπαίνεις στα μαγαζιά κι όλοι οι barmen να σε γνωρίζουν με το όνομά σου και να ξέρουν τι ποτό πίνεις. Όταν έφτασε η ώρα, το καταχάρηκες και το έζησες στο φουλ για μια περίοδο, τώρα όμως μόλις η παρέα σου κανονίζει να βγείτε σε κλαμπ οι δικαιολογίες για να μην πας ξεκινούν και στροβιλίζουν στο μυαλό σου κι αν καμία δεν πιάσει τόπο εύχεσαι τουλάχιστον να βρεις σκαμπό να κάτσεις ώστε να μπορείς να μασουλάς αδιάφορος τους ξηρούς καρπούς.

Κι αυτό γιατί η έννοια του clubbing έχει πια στις μέρες ξεθωριάσει και κάπως αλλοιωθεί. Για να απολαύσεις μερικές ώρες διασκέδασης απαιτείται να περάσεις από πολλά στάδια. Αψεγάδιαστες παρουσίες στέκονται στην ουρά για την πολυπόθητη έγκριση για την είσοδό τους απ’ τον πορτιέρη, που σκανάρει από πάνω μέχρι κάτω κι ελέγχει αν πληροίς τα κριτήριά του για να περάσεις μέσα. Τη σκυτάλη την παίρνει έπειτα το άτομο της υποδοχής, που σε κατευθύνει ακριβώς στο σημείο που θα κάτσεις, με αποτέλεσμα, εφόσον δεν έχεις προνοήσει κι εσύ ο αφελής να κάνεις κράτηση, να σε στριμώξουν εσένα και την παρέα σου σε μια γωνιά και να λέτε και πάλι καλά που βρήκατε να κάτσετε.

Έτσι όμορφα εγκλωβισμένοι και δεχόμενοι σπρωξίματα και ποδοπατήματα απ’ τους διπλανούς, περνά η πρώτη μισή ώρα –τουλάχιστον– για να φθάσει το ποτό σου, με τo σερβιτόρο να παλεύει με το πλήθος για να καταφέρει να αφήσει την παραγγελία σας. Πληρώνεις με βαριά καρδιά τη λυπητερή και στην πρώτη γουλιά νιώθεις την περίεργη γεύση του ποτού σου, κακής ποιότητας ή νοθευμένο, αφήνει ένα κάψιμο σε όλα τα όργανά σου και μια ανακατωσούρα.

Τα προσπερνάς, όμως, όλα αυτά κι αφού περάσει η ώρα, έχεις πια προσαρμοστεί και πιει ένα-δυο ποτά, αποφασίζεις να διασκεδάσεις. Αρχίζεις να ρίχνεις τις πρώτες διερευνητικές ματιές γύρω σου και συνειδητοποιείς πως η πλειονότητα των θαμώνων βρίσκεται με ένα κινητό στο χέρι καταγράφοντας στιγμιότυπα για να αναρτήσουν στα stories τους. Το πόσο γεμάτο είναι το μαγαζί, το φωτισμένο μπαρ, τα decks, το ψαγμένο κάδρο που κρέμεται στον απέναντι τοίχο, ο πολυέλαιος και φυσικά η στιγμή που παίζεται το τραγούδι με σαφές υπονοούμενο για τον πρώην και για τον επόμενο πρέπει να απαθανατιστούν και να κοινοποιηθούν.

Γρήγορα, επομένως, αντιλαμβάνεσαι πως το ενδεχόμενο να φλερτάρεις, να ρίξεις πονηρές ματιές και να φύγεις απ’ το μαγαζί με νέες γνωριμίες είναι απειροελάχιστο κι έτσι το μόνο που σου μένει να κάνεις είναι να χορέψεις μέχρι το τέλος της βραδιάς, μπας και περάσεις όντως καλά. Πώς όμως; Με το ζόρι μπορείς να αναπνεύσεις απ’ την πολυκοσμία, έχεις την απαίτηση και να κουνηθείς; Αφού απορρίπτεται και το σενάριο αυτό, το μόνο που, τελικά, σου μένει είναι να περιμένεις καρτερικά τρώγοντας πατατάκια, να περάσει η ώρα, να το διαλύσει η παρέα και να πας κι εσύ στο κρεβατάκι σου.

Κάπως έτσι μοιάζει το clubbing στις μέρες μας, με έναν τυποποιημένο τρόπο διασκέδασης όπου κρίνεσαι για το τι φοράς, με ποιους είσαι, τι πίνεις. Μουσική mainstream που καταντά βαρετή κι αδιάφορη, κόσμος απορροφημένος στις οθόνες των κινητών του που ξεχνά να χορέψει και να διασκεδάσει, μαγαζιά χωρίς ταυτότητα και ποιότητα και, το κυριότερο, καμία διάθεση για φλερτ. Γι’ αυτό και έχει πάψει να ‘ναι πλέον ελκυστικό και διασκεδαστικό, καθώς λείπει ο αυθορμητισμός, το ξέφρενο και το απρόσμενο και τη θέση τους έχουν πάρει ένας δήθεν καθωσπρεπισμός κι ένα υποτονικό κλίμα.

Ο αυθεντικός ορισμός του clubbing είναι να χάνεσαι στο ρυθμό της μουσικής, να ‘σαι ανάλαφρος κι ανέμελος, να πειράζεσαι με την παρέα σου, να φλερτάρεις με πάθος. Να παρατηρείς όποιον σε ελκύει και να προσπαθείς να τον ψυχολογήσεις,  όχι απ’ το τι πίνει, αλλά απ’ το πώς κινείται και συμπεριφέρεται στο χώρο.  Να έχεις τη δυνατότητα να ‘σαι ο εαυτός σου, να αφεθείς και να νιώσεις την τόσο ηλεκτρισμένη κι ερωτική ατμόσφαιρα.

Μπορεί να μην είναι πλέον η πρώτη σου επιλογή για διασκέδαση, μην το απορρίπτεις όμως ολοκληρωτικά, καθώς υπάρχουν τόσοι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων που μπορείς να γνωρίσεις σε ένα κλαμπ, όπως κι άλλες τόσες έντονες στιγμές που μπορείς να βιώσεις, που ενδέχεται στη συνέχεια να εξελιχθούν στις καλύτερες αναμνήσεις που θα συζητάς ξανά και ξανά με την παρέα σου.

 

Συντάκτης: Αθηνά Αναστασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη