Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί μια σχέση ως τέλεια και πλήρης; Ποια τα συστατικά της; Έλξη, πάθος, τέλειο σεξ; Κατανόηση, ομοιότητα χαρακτήρων, εγκεφαλική χημεία; Ή ένας συνδυασμός όλων αυτών; Πόσο εύκολο είναι, όμως, να μπεις σε μια σχέση που να συνυπάρχουν όλα αυτά; Κι αν δε βρεις όλο το πακέτο, τι κάνεις; Πιο συγκεκριμένα, αν υπάρχει άριστη εγκεφαλική χημεία αλλά καθόλου σεξουαλική, μπορεί η ερωτική ιστορία να συνεχιστεί;

Υπάρχει περίπτωση να γνωρίσεις κάποιον όπου φλερτάρετε με μοναδικό τρόπο, μιλάτε ατελείωτες ώρες χωρίς να κουράζεστε ή να βαριέστε, έχετε τον ίδιο τρόπο σκέψης, σας κάνουν να γελάτε τα ίδια πράγματα κι έχετε αρκετά παρόμοιο χαρακτήρα. Όμως, ενώ περνάτε τέλεια μαζί και περιμένεις με ανυπομονησία αυτή η χημεία να ακολουθήσει στο κρεβάτι και να απογειωθείτε, εν τέλει οι προσδοκίες σου δεν έχουν την κατάληξη που περίμενες. Αντιθέτως, διαπιστώνεις πως το σεξ είναι βαρετό, χωρίς πάθος κι ένταση, και –το κυριότερο– δίχως χημεία.

Πώς γίνεται ενώ φανταζόσουν αυτή τη στιγμή ως εξαιρετικά έντονη και την περίμενες απεγνωσμένα, να καταλήξει τελικά σε πλήρη αποτυχία; Δεν είναι καθόλου απίθανο δύο άνθρωποι που παρουσιάζουν εγκεφαλική χημεία να μην κάνουν καλό σεξ. Ναι, μεν, η εγκεφαλική διέγερση είναι κινητήριος δύναμη για ένα παθιασμένο κρεβάτι και πολλές φορές χωρίς αυτή δεν ενεργοποιούνται καν τα ερωτικά μας ένστικτα ή δεν μπορεί να δημιουργηθεί καμία έλξη, παρ’ όλα αυτά η σαρκική απόλαυση έχει κι η ίδια κανόνες κι επηρεάζεται αυτόνομα από δικούς της παράγοντες.

Εφόσον διαπιστώνεις πως το σεξ είναι απλώς συμπαθητικό και δε σου δημιουργεί συνεχή επιθυμία, αλλά πέρα από αυτό σας ενώνουν αρκετά κοινά στοιχεία και παράλληλα αρχίζουν να βγαίνουν συναισθήματα στην επιφάνεια, καλείσαι να αποφασίσεις αν μπορείς να συνεχίσεις μέσα σε μια τέτοια σχέση και να συμβιβαστείς, αφού περνάτε καλά, ή είναι καλύτερα να το σταματήσεις όσο είναι νωρίς, καθώς μια σχέση χωρίς σεξουαλική ορμή και πάθος δεν μπορεί να αντέξει.

Απ’ τη μια πλευρά είσαι με έναν άνθρωπο με τον οποίο ταιριάζετε απόλυτα, μοιράζεστε αδιάκοπτα τις σκέψεις σας και τις ανησυχίες σας κι ο ένας βγάζει απ’ τον άλλον τον καλύτερό του εαυτό. Δύσκολο να βρεθεί και να επιτευχθεί μια παρόμοια κατάσταση, όχι μόνο στις ερωτικές σχέσεις αλλά ακόμη και στις φιλικές. Οπότε θα φάνταζε τρελό, εγωιστικό ή κι αχάριστο κάποιος να διάλυε μια τέτοια σχέση, μόνο και μόνο επειδή δεν την ευχαριστιέται σεξουαλικά. Εξάλλου, κάθε σχέση έχει τα ελαττώματά της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως πρέπει να στέκονται μόνιμο εμπόδιο στην εξέλιξή της.

Απ’ την άλλη, τι ξεχωρίζει μια ερωτική απ’ τις υπόλοιπες ανθρώπινες σχέσεις πέρα απ’ το σεξ; Αν αυτός ο τομέας δεν προκαλεί ρίγος, ηδονή κι απόλαυση και στους δύο συντρόφους, αλλά γίνεται σαν από αγγαρεία ή και καθόλου, τότε τι είδους ερωτική σχέση είναι; Μια σχέση δεν μπορεί να αρκεστεί μόνο στη λεκτική επικοινωνία, απαιτεί και σαρκική. Μόνο τότε έρχεται η ολική ένωση των δύο συντρόφων που θέλουν να αποκαλούνται ερωτικοί. Σε διαφορετική περίπτωση, η σχέση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πλατωνική, όπου η ερωτική επιθυμία είναι δευτερεύουσας σημασίας ή δεν υφίσταται καθόλου, και τα μέλη της κατευθύνονται απ’ την πνευματική έλξη.

Πολλές φορές η χημεία που ενώνει εγκεφαλικά δύο άτομα σε υπερβολικό βαθμό, μπορεί να επιδράσει αρνητικά στη σαρκική απόλαυση. Είτε επειδή οι προσδοκίες είναι εξαρχής ακραία υψηλές κι άρα υπάρχουν αρκετές πιθανότητες απογοήτευσης είτε επειδή έλκονται τόσο έντονα πνευματικά με συνέπεια να ενεργούν με διαφορετικό τρόπο στο σεξ από ό,τι με άλλον παρτενέρ, ίσως και να το χάνουν μες στην υπερπροσπάθεια να εντυπωσιάσουν.

Όπως προαναφέρθηκε, κάθε σχέση έχει τα ελαττώματά της και φυσικά το τέλειο είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Ο καθένας μας ανάλογα με τα «θέλω» του και τις απαιτήσεις του χρειάζεται να αποφασίσει τι βαρύτητα θα δώσει σε κάθε στοιχείο που αποτελεί τη σχέση, ώστε να δέχεται ή να απορρίπτει καταστάσεις και συντρόφους που ταιριάζουν ή όχι με τις επιθυμίες του.

 

Συντάκτης: Αθηνά Αναστασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη