«Μη βγεις με την παρέα σου», «Μην τον/την ακολουθήσεις στο Instagram», «Μην πηγαίνεις στο ίδιο γυμναστήριο με τον/την πρώην σου». Φράσεις που έχουν λεχθεί άπειρες φορές απ’ τα στόματα των συντρόφων με στόχο να διατηρήσουν τη σχέση «υγιή», χωρίς παραστρατήματα, ατασθαλίες κι υποψίες, αλλά και ταυτόχρονα να εγκαθιδρύσουν και να βροντοφωνάξουν την παρουσία τους μέσα στη ζωή του άλλου ατόμου.
Αυτές οι φράσεις, όμως, συνήθως δε στέκονται μόνες τους, αλλά έχουν και συνέχεια, είτε λέγεται φωναχτά είτε μένει βουβά στο μυαλό τους. Το «μη βγεις» συνοδεύεται με το «γιατί ούτε εγώ βγαίνω χωρίς εσένα», το «μην κάνεις νέα follow στο Instagram» με το «γιατί εγώ σταμάτησα να κάνω like στα άτομα που σε ενοχλεί» και τέλος «το άλλαξε γυμναστήριο» με το «γιατί κι εγώ σταμάτησα τα μαθήματα χορού επειδή είναι εκεί κι αυτός/ή που μου την έπεφτε στο λύκειο».
Τέτοιου είδους συναισθηματικοί εκβιασμοί επικρατούν πλέον σε μια σχέση και μάλιστα πολλαπλασιάζονται και διαιωνίζονται. Ο λόγος δεν είναι ο προφανής και λογικός στον καθένα από μας, ότι δηλαδή γίνονται ανεκτοί εξαιτίας του φόβου μήπως χάσουν τον σύντροφό τους κι η αδράνεια απέναντί τους δεν προκαλείται λόγω έλλειψης θάρρους ή ανικανότητας να διαχειριστούν το φαινόμενο, αλλά, αντιθέτως, οι συναισθηματικοί εκβιασμοί που δέχονται τρέφουν κι ενισχύουν τη δική τους επιθυμία για επιβολή. Δίνεται, δηλαδή, το νοητό δικαίωμα της ανταπόδοσης και της αντίδρασης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Όσο η επιβολή, η κτητικότητα ή η ζήλια διογκώνεται απ’ τον έναν σύντροφο, πυροδοτείται μια ροπή προς μίμηση παρόμοιας συμπεριφοράς του ετέρου συντρόφου. Αυτές τις πράξεις, δηλαδή, όχι μόνο τις δέχεται και τις υπομένει, αλλά προσδίδει σ’ αυτές και διαφορετικό νόημα. Τις θεωρεί ευκαιρίες και πατήματα για όταν θα έρθει η δική του κατάλληλη στιγμή να τις χρησιμοποιήσει ως μόχλευση για να επιβληθεί ή να προστάξει κι αυτός με τη σειρά του τα αιτήματά του. Ως επακόλουθο, βέβαια, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, όπου οι σύντροφοι δέχονται, μετά χαράς μάλιστα, πιέσεις και διαταγές με στόχο να απαιτήσουν στη συνέχεια οι ίδιοι πιο υπερβολικά πράγματα.
Ο πομπός κάθε φράσης του τύπου «μην κάνεις αυτό» πιστεύει πως εκείνη τη στιγμή κρατάει τα ηνία, βρίσκεται σε θέση υπεροχής, καμουφλάρει τις ανασφάλειές του και παράλληλα απολαμβάνει τη διαδικασία, ενώ στην πραγματικότητα τον έλεγχο διατηρεί ο δέκτης της, ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως θύμα, ούτε ότι βρίσκεται σε αδύναμη και μειονεκτική θέση, καθώς τις συνέπειες και τα αποτελέσματα αυτής της φράσης έχει την ικανότητα να τα καθορίσει ο ίδιος. Έτσι, όντας προνοητικός, θα συναινέσει στην απαγόρευση ή υπόδειξη, στη συνέχεια όμως θα επιλέξει να ενεργήσει χρησιμοποιώντας το ίδιο νόμισμα.
Η νοσηρή αυτή κατάσταση εν τέλει εδραιώνεται μέσα στη σχέση έχοντας ως αποτέλεσμα οι σύντροφοι να γίνονται δέσμιοι σε ένα καθεστώς που οι ίδιοι δημιούργησαν κι ηττημένοι απ’ τη δική τους στρατηγική. Υποτάσσονται κάθε φορά σε ολοένα και παράλογα αιτήματα τα οποία τους απομονώνουν απ’ την πραγματικότητα και τις ατομικές επιθυμίες τους και τους προσκολλούν σε μια αδίστακτη θέληση να περιορίσουν τις ελευθερίες του συντρόφου τους και να παραβιάσουν την ατομικότητά του. Σε κάθε εκβιασμό παίρνουν κομμάτια απ’ την προσωπικότητα του συντρόφου τους τα οποία έπειτα εξαφανίζονται και δεν έρχονται ποτέ ξανά στην επιφάνεια.
Όμως αυτά τα κομμάτια αποτελούν το άθροισμα των χαρακτηριστικών που ξεχώρισαν, θαύμασαν κι ερωτεύτηκαν. Αν αυτά τα γνωρίσματα εξατμιστούν, στο τέλος θα απομείνει μια άχρωμη προσωπικότητα, η οποία ναι μεν έχει σχηματιστεί με βάση τις προδιαγραφές και τις επιθυμίες τους, είναι όμως άβουλη, άδεια και προβλέψιμη. Συνεπώς, κάθε ερωτεύσιμο στοιχείο χάνεται.
Ο σύντροφος που επιλέγουμε στη ζωή μας δεν έχει το ρόλο της μαριονέτας μας, ούτε εμείς της δικής του. Δεν έχουμε το δικαίωμα –όσο κι αν το νομίζουμε λόγω περιστάσεων και θέσης– με μια κίνηση να αλλάξουμε τον χαρακτήρα, την καθημερινότητα και τις συνήθειές του. Πόσο μάλλον με έναν τέτοιο τρόπο, υπομένοντας συναισθηματικούς εκβιασμούς, ώστε να έχουμε το πλεονέκτημα να ανταποδώσουμε στη συνέχεια, όπου στην ουσία βλάπτουμε κι υποβαθμίζουμε πρωτίστως τον εαυτό μας.
Μια τέτοια τοξική συμπεριφορά το μόνο που θα ‘χει ως συνέπεια είναι να εξοστρακιστεί η τακτική της υποδούλωσης πάνω μας, η σχέση να επικαλυφθεί με απομόνωση, εσωστρέφεια κι υποταγή κι ο σύντροφός μας να γίνει ένα έρμαιο των ακραίων απαιτήσεών μας δίχως ίχνος ελεύθερης βούλησης.
Όσο κι αν μας ελκύει η επιβολή κι η εξουσία, είναι τελικά αυτό το είδος της σχέσης που θέλουμε να έχουμε;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη