Πίνεις.

Πίνεις πολύ.

Πίνεις ποτά, πίνεις σφηνάκια, πίνεις κερασμένα, πίνεις μπουκάλια, πίνεις μπόμπες. Πολλές.

Σβήνεις. Black out.

Ξυπνάς. 

Και κάπου εδώ ξεκινάει το μαρτύριο.

Υπάρχουν μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις που ακολουθούν μια κακιά, μεγάλη και σωστή σούρα:

  • α. να έχεις κενά μνήμης
  • β. να έχεις το απόλυτο κενό μνήμης
  • γ. να τα θυμάσαι όλα ανελλιπώς, αφού ο εγκέφαλός σου για μια ακόμη φορά απέδειξε πόσο συγκροτημένος είναι και τι καλή μνήμη που έχεις.

Εγώ, για παράδειγμα, βρίσκομαι μονίμως στη δεύτερη κατηγορία, αυτή του απόλυτου τίποτα, της υπέρ-απώλειας, του δεν έχω ιδέα τι έχει συμβεί και ψάχνω άνθρωπο να με ενημερώσει first thing. Εγώ, όχι κεφάλι να κάνω, happy να γίνω, κάτι χάνω από τα δρώμενα, για πλάκα.

Άλλοι, χάνουν μερικές φορές, άλλοι χάνουν μερικά σκηνικά και θυμούνται άλλα. Είναι κι αυτοί, βέβαια, της τρίτης κατηγορίας, που όπως προείπα είναι αυτοί που θα θυμούνται ακόμα και την τελευταία βαρετή λεπτομέρεια, αλλιώς γνωστοί ως σιχαμένα θαύματα της φύσης ή και οι φίλοι μου που τηλεφωνώ για να ενημερωθώ –καταλαβαίνετε.

Βέβαια, το black out μετά από ξίδια, δεν είναι κάτι απλό. Είναι ένα μυστήριο, μια μαύρη συμπαντική τρύπα, σοβαρολογώ. Το προφανές συμπέρασμα που ακολουθεί αυτή μου τη δήλωση είναι το ότι από τι στιγμή που δε θυμάσαι που έχεις πατήσει και που έχεις βρεθεί, έχουν γεννηθεί πολλά ερωτηματικά στο κεφάλι σου από τη στιγμή που ανακτάς τις αισθήσεις σου –όσο μπορείς, γιατί τις περισσότερες φορές, το χανγκοβερ αποτελεί γεγονός. Έπειτα, μιας και που το αλκοόλ κατεβάζει τις άμυνες, δεν έχεις ιδέα για το τι έχεις κάνει, πόσο έχεις ξεφτιλιστεί, τι μαλακία μπορεί να ξέφυγε από το στόμα σου, και συνεχίζει σε πιο περίεργα φαινόμενα, αλλά συνηθισμένα, όπως το να μην ξέρεις που έχεις ξυπνήσει, με ποιον δίπλα σου, γιατί και πώς.

Όμως, υπάρχει και μια τέταρτη κατηγορία, φίλοι μου, την οποία πάντα κι όλοι έχουν την τάση να ξεχνάνε και διαβάστε με προσεκτικά:

  • γ. το παίζεις ότι δε θυμάσαι το χριστό σου, διότι έχεις μαλακιστεί χωρίς σταματημό και θες να δικαιολογηθείς, ώστε να μη ξεφτιλιστείς παραπάνω –όσο γίνεται, κι αν.

Στο γυμνάσιο, θυμάμαι, όλοι είχαμε φίλους και φίλες που έπιναν gordon space και από τις τρεις πρώτες γουλιές έκαναν ότι σούρωναν, ζαλίζονταν, παραπατούσαν και χασκογελούσαν. Το ίδιο συνέβαινε και με τον ναργιλέ, που και καλά σε ζαλίζει, θυμάστε;

Μαλακίες!

Υπάρχουν, όμως, ακόμα αυτές οι περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν μείνει πίσω σε εκείνα τα γυμνασιακά χρόνια, και που για να την πέσουν σε κάποιον που αγαπάνε, και να έχουν άλλοθι αν φάνε το χι, λένε ό,τι δε θυμούνται τίποτα, τους απατά η μνήμη τους και ώ, συγγνώμη, ήταν τυχαίο, μιλούσε το ποτό, δεν ήθελα, μα τι ντροπή.

Μαλακίες!

Υπάρχουν και οι περιπτώσεις ανθρώπων που έχασαν τόσο πολύ τον έλεγχο λόγω της υπέρ-αρκετής αλκοόλης που έρεε μέσα τους, και έκαναν τόσο ηλίθια και τραγικά πράγματα πάνω στη μαλακία της στιγμής, που όταν ξύπνησαν και συνειδητοποίησαν τι σκατά έπραξαν, αποφάσισαν ότι το αλκοόλ φταίει κι η επιρροή που ασκεί στον εγκέφαλο. Και προφανώς υποστηρίζουν ότι δε θυμούνται τίποτα, οπότε για να μη το θυμούνται, το αμέσως επόμενο είναι να κάνουν σαν να μην έγινε τίποτα και ποτέ.

Ξανά μαλακίες!

Έχω μια απορία, όμως.

Το αλκοόλ είναι καλό πράγμα, το αγαπάμε και, ομολογουμένως, για να φτάνουμε σε τέτοια ακραία επίπεδα απόλυτου και μαύρου κενού, πρέπει με πολλή λατρεία και λιγούρα -ή και σκοπό- να το έχουμε καταναλώσει.

Δεν πρέπει, όμως, κάποια στιγμή, να σταματήσουμε να το κατηγορούμε το καψερό, να αποδεχτούμε τι μαλακία κάναμε και να πάρουμε καμιά ευθύνη, χωρίς να χρειαστεί αλκοολική αποφυγή από τεχνικής άποψης και δικαιολογίας;

Λέω, τώρα, εγώ, μια ερώτηση έθεσα…

 

Συντάκτης: Δάφνη Παπαϊωάννου