Θα σας πω κάτι. Ο καλοκαιρινός έρωτας είναι δύο πράγματα:

  • μελό και
  • ψέμα.

Να ‘ξηγηθούμε. Είναι μελό γιατί έχεις την εντύπωση ότι θα βρεις το άλλο σου μισό, ωσάν να βρίσκεσαι σε μια καλοκαιρινή ρομαντική κομεντί, ενώ ζεις έναν έρωτα φαντασμαγορικό, με το καλύτερο και όσο πιο ζωώδες σεξ σε βράχια κι αποβάθρες, με αλληλοκατανόηση και χημεία σε σημείο αηδίας, ενώ παίζει Mariah Carey στο από πίσω, με φόντο το ηλιοβασίλεμα.

Δεύτερο, είναι ψέμα γιατί δεν είναι έρωτας. Είναι ένας ανθρώπινος ενθουσιασμός για το καινούριο φλερτ που εμφανίστηκε, ακριβώς το ίδιο που θα συνέβαινε και το χειμώνα. Δεν παίζει ρόλο η εποχή, σόρρυ. Κατά τα άλλα, όλοι ξέρουμε πως έχει ημερομηνία λήξης, οπότε έρωτα δεν το ονομάζεις για κανένα λόγο, χαραμίζεις τη λέξη. Τον λες «ένα διαρκείας one night stand» και κλείνει εκεί η υπόθεση.

Όμως, είναι μερικές φορές που γνωρίζεις κάτι τρελαμένους ανθρώπους, που το καυλωμένο τους και υπερ-καμμένο τους κεφάλι, θέλει να κάνει πράγματα εξωπραγματικά και να σου φέρουν τούμπαλιν κάθε θεωρία που έχεις στο δικό σου μυαλό.

Κι εκεί είναι το ενδιαφέρον όλης της ζωής. Στη μαλακία που τους δέρνει. Αρκεί να είσαι αρκετά τυχερός για να τους βρεις κάπου μπροστά σου.

Στη δική μου ιστορία για το καλοκαιρινό αυτό confession, έζησα ακριβώς το παραπάνω, και θα το μοιραστώ. Γιατί είμαι κυνική, αλλά ένα παραμύθι το έζησα.

Η φάση ξεκινά και διαδραματίζεται τότε που έκανα το όνειρο πραγματικότητα και επισκέπτηκα την Αμερική. Έμενα Φιλαδέφια, όμως για αρκετές φορές πεταχτήκαμε και μια Νέα Υόρκη.

Μια συγκεκριμένη, βρεθήκαμε εκεί με σκοπό να περάσουμε ένα τρελό nightlife. Βέβαια, εγώ σκατά nightlife έκανα, αφού κάτω των 20 σημαίνει πως αλκοόλ δεν μπορούσα να καταναλώσω για κανένα λόγο. Πάρταρα με τις κοκακόλες μου κι άντε γεια.

Βρισκόμαστε, που λέτε, σε ένα ιταλικό πιάνο μπαρ, και καθόμαστε μπάρα. Περνούσαμε θεσπέσια –κι απ’ ότι μου είπαν, τέλεια ποτά– και σε κάποια φάση πήρα πρέφα πως με μπανίζει ο pr του μαγαζιού.

Κάποια στιγμή, αποφασίζω να βγω έξω για τσιγάρο, και ο τύπος με ακολουθεί. Αράζει λίγο έξω μαζί μου, τα μιλάμε, γνωριζόμεθα και αρχίζει ένα πέφτινγκ πολύ ιδιαίτερο και δελεαστικό.

Γυρνάμε μέσα, καθόμαστε μπάρα, κερνάει κοκα κόλες και σκάμε στα γέλια. Εντάξει, έχουμε φτάσει στο σημείο που μου την πέφτει στα ίσα και εγώ ανταποδίδω πλήρως. Κάποια στιγμή, όμως, φεύγει στο πόστο του –γιατί ήταν και εν ώρα εργασίας ο άνθρωπος– και εγώ για πάλι έξω για τσιγάρο. Αναμενόμενο ότι θα εμφανιζόταν έξω, αλλά ότι θα με κολλήσει σε έναν τοίχο και θα μου σκάσει ένα φιλί γάμησέ τα, δεν το περίμενα, είναι η αλήθεια. Τίποτα από όλα αυτά δεν περίμενα, βασικά. 

Σε κάποιο σημείο, έρχεται η ώρα που πρέπει να σηκωθώ να φύγω – και μάλιστα από την πόλη.

Η απάντησή του στο πρέπει-να-φύγω-μου, ήταν να βγάλει τη χρυσή πιστωτική του λέγοντας «Πάρ’ την, κλείσε ξενοδοχείο να μείνεις, κλείσε εισητήρια να φύγεις αύριο και για εσένα, και για την παρέα σου, αλλά κάτσε σήμερα να περάσουμε το βράδυ μαζί.»

Εκεί έγινα χώμα. Αρνήθηκα την πιστωτική, αλλά κάτσαμε κι εκείνο το βράδυ στη ΝΥ. Δεν το σκέφτηκα κάν, δε φοβήθηκα για τίποτα, ήταν πολύ καλό για να το αφήσω και yolo, στο φινάλε. Toν ήθελα, με ήθελε και έπρεπε να το ζήσουμε έστω για ένα βράδυ. Και να πα’ να γαμηθούν λογικές, φόβοι και άλλες τέτοιες αηδίες.

Τα παιδιά πήγαν ξενοδοχείο, εγώ περίμενα τον τύπο να σχολάσει στο μαγαζί, όπου δεν κρατιόμασταν. Πήγαμε να αλλάξει, και μετά τριγυρνούσαμε στο Manhatan με μπίρες σε χάρτινες σακούλες. Περάσαμε γέφυρες, ποτάμια, αράξαμε στο Central Park, τερματίσαμε τις σέλφι και φάγαμε Burger King. Περάσαμε κι από το σπίτι του, ήπιαμε δύο ποτά, κάναμε ό,τι κάναμε, και το πρωί με πήγε ξενοδοχείο.

Μπορεί να μην τον ήξερα καν, μπορεί να μην τον ξαναδώ και ποτέ, αλλά το όλο feeling που μου πέρασε και οι βλακείες που κάναμε, σίγουρα θα μείνουν αξέχαστα. Τέτοια χημεία όταν τη βρεις, δεν μπορείς τόσο εύκολα να την αφήσεις.

Κι αυτή η ιστορία είναι μια και μοναδική, ακριβώς σαν αυτόν τον τύπο, που μπόρεσε και μου γάμησε κάθε πιθανή θεωρία μέσα σε ένα βράδυ.

 

Συντάκτης: Δάφνη Παπαϊωάννου