Δεν είναι εύκολο να το πεις, πόσο μάλλον να το παραδεχτείς, αλλά για πολλούς και πολλές από εμάς, τα βαθύτερα ψυχολογικά μας θέματα έχουν ένα κοινό σημείο εκκίνησης: τη μητέρα μας. Όχι επειδή δε μας αγάπησε. Όχι επειδή δεν έκανε το καλύτερο που μπορούσε. Αλλά επειδή κι εκείνη γεννήθηκε και μεγάλωσε σε έναν κόσμο που την περιόρισε, την καταπίεσε και τελικά της έμαθε να καταπιέζει – συχνά χωρίς καν να το καταλαβαίνει.

Η πατριαρχία δεν επηρεάζει μόνο το πώς φέρονται οι άντρες. Πλάθει και τις γυναίκες – πλάθει τις μανάδες. Κι αυτές οι μανάδες, κουβαλώντας τις ματαιώσεις και τις πληγές τους, μεγαλώνουν παιδιά που μαθαίνουν από μικρά να χωρούν, όχι να απλώνονται. Κορίτσια που ζυγίζουν τις επιθυμίες τους με μέτρο, που νιώθουν ενοχή αν ονειρευτούν κάτι παραπάνω. Αγόρια που είτε υπερπροστατεύονται είτε αφήνονται στην τύχη τους, μεγαλώνοντας με την πεποίθηση ότι «κάποιος άλλος θα τους φροντίζει» – συχνά εις βάρος των γυναικών γύρω τους.

Η μάνα που δεν πρόλαβε να ζήσει τη ζωή της γίνεται συχνά η μάνα που ζει μέσα από τα παιδιά της. Που ελέγχει, που φοβάται, που διδάσκει την κανονικότητα της σιωπής και του καθήκοντος. Κι αυτό δεν είναι προσωπική της ευθύνη· είναι το αποτέλεσμα μιας ολόκληρης κοινωνίας που της στέρησε την επιλογή, τη φωνή, την ελευθερία. Κι όταν ένας άνθρωπος μεγαλώνει με το μήνυμα ότι δεν του ανήκει η ζωή του, δεν μπορεί παρά να το μεταδώσει. Δεν μπορεί παρά να το παραδώσει, σαν κληρονομιά, στα παιδιά του.

Και κάπου εκεί, γεννιέται και ο μισογυνισμός. Όχι σαν κραυγαλέα απέχθεια προς τις γυναίκες, αλλά σαν αδιόρατο, υπόγειο συναίσθημα: ένα κρυφό μίσος προς την ίδια τη μητέρα. Προς τη γυναίκα που δεν σε είδε, που σε έπνιξε με τις προσδοκίες της, που σε κρατούσε πίσω «για το καλό σου». Και αν δεν καταλάβεις από πού πηγάζει αυτό το μίσος, κινδυνεύεις να το γενικεύσεις. Να το μεταφέρεις σε κάθε γυναίκα που σε αγαπά. Να το νιώθεις κάθε φορά που μια γυναίκα σου ζητά χώρο, φροντίδα, ισότητα. Γιατί βαθιά μέσα σου, έχεις μάθει ότι οι γυναίκες πονάνε – και σε πονάνε.

Η ψυχοθεραπεία δεν είναι μαγικό ραβδί, ούτε απλώς ένας τρόπος να «ξεπεράσουμε» τα παιδικά μας χρόνια. Είναι μια διαδικασία που σε κάνει να ξαναδείς τις ρίζες σου. Να ξεχωρίσεις τι είναι δικό σου και τι σου φόρεσαν. Να αναγνωρίσεις ότι πολλές φορές δε φταις – αλλά έχεις ευθύνη. Να συγχωρήσεις χωρίς να ξεχνάς. Και, κυρίως, να σταματήσεις τον φαύλο κύκλο.

Γιατί αν κάτι χρωστάμε στις μητέρες μας, είναι να ζήσουμε ελεύθεροι. Όχι για να αποδείξουμε κάτι, αλλά για να μην παραδώσουμε στα δικά μας παιδιά την ίδια αόρατη αλυσίδα. Δεν φταίει η μάνα. Φταίει το σύστημα που τη λύγισε. Αλλά τώρα που το βλέπουμε, έχουμε την ευκαιρία να μην το αναπαράγουμε. Κι αυτό είναι δύναμη. Κι αυτό είναι αγάπη.

Συντάκτης: Αγγελική Θεοχαρίδη