Είναι αστείο και μαζί τραγικό το πώς οι άνθρωποι καταλήγουν στη ζωή ξένοι. Με κάνει να κλαίω, αλλά και να γελάω το πώς εμείς οι δύο καταλήξαμε να τρέχουμε για να κρυφτούμε ο ένας απ’ τον άλλο μέσα σε μια τόσο μικρή πόλη.

Κάποτε μέτραγα τα λεπτά, τις ώρες και τις μέρες που θα σε ξανάβλεπα. Τώρα ψάχνω τρόπους να πάω όσο πιο μακριά από σένα γίνεται. Θ’ αλλάξω πόλη, θ’ αλλάξω στέκια και συνήθειες. Θα γκρεμίσω όλη μου τη ζωή για να την ξαναφτιάξω τούβλο-τούβλο χωρίς στα συστατικά να υπάρχει ίχνος από σένα. Ακούγεται απλό να το λέω αυτό σε μία πρόταση, είναι, όμως, ό,τι πιο δύσκολο έχω να κερδίσω. Γιατί είναι ένα στοίχημα το να ζήσω πλέον χωρίς εσένα, ένα στοίχημα που πρέπει να κερδίσω, αλλιώς είμαι χαμένη.

Δεν έχω επιλογή. Κάθε μας συνάντηση με διαλύει ψυχολογικά και με παίρνει πίσω στο μηδέν. Είναι σαν να προσπαθώ για μήνες να μάθω την καρδιά μου να λειτουργεί χωρίς αναπνευστήρα, χωρίς εσένα κι εκεί που πάω να τα καταφέρω ξαφνικά σε βλέπω μπροστά μου κι η ανάσα μου κόβεται ξανά.

«Γιατί;», θα μου πεις. Γιατί δεν μπορώ ν’ αντικρίζω το αδιάφορο σου βλέμμα και το δήθεν άνετό σου υφάκι. Δεν αντέχω τα σεξιστικά σου σχόλια και τις ψεύτικες υποσχέσεις που μου στέλνουν κρυπτογραφημένες τα χείλη σου. Δεν μπορώ να σε δω φιλικά ούτε να υποκριθώ ότι δε νιώθω τίποτα για σένα. Δεν μπορώ κατά βάθος να σε συγχωρέσω κι ο θυμός που σιγοβράζει μέσα μου, μια μέρα θα κάνει έκρηξη και θα γίνουμε ρόμπα.

Κι όμως, κάποτε πέθαινα για να σε συναντήσω. Έκανα σκασιαρχείο απ’ τη δουλειά μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο για να σε δω έστω και λίγο. Σε περίμενα μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή μέχρι τα χαράματα, για να σου κλέψω ένα φιλί. Έκλεινα το τηλέφωνο και καρφί δεν έδινα για το ποιος θα με ψάξει όταν ήμουν μαζί σου. Κανείς δεν ήθελα να μας ενοχλήσει. Δε μ’ ένοιαζε κανείς τι θα πει που θα μας έβλεπε μαζί, δε με ‘νοιαζε να παίξω και να χάσω, να πληγώσω και να πληγωθώ, γιατί στο φιλί σου είχα βρει την αλήθεια μου.

Κι εγώ έμαθα πάντα να παλεύω για την αλήθεια. Δεν πιστεύω ότι ο άνθρωπος μπορεί να βρει την ευτυχία μακριά απ’ την αλήθεια του. Κι η ηλίθια νόμιζα ότι κι εσύ είχες βρει τη δική σου αλήθεια μαζί μου. Όμως, τελικά, δε σε ένοιαζε η αλήθεια. Ήσουν πολύ αδύναμος για να πολεμήσεις γι’ αυτήν, για μας.

Τώρα τρέμω μη σε δω. Φοβάμαι τόσο πολύ τον εαυτό μου όταν είναι μαζί σου. Φοβάμαι όλα αυτά που νιώθω, φοβάμαι ότι αν σε δω με κάποιαν άλλη δε θα μπορέσω ποτέ να συνέλθω. Ήδη το σώμα μου έχει παύσει κάθε ερωτική λειτουργία και δεν μπορώ με τίποτα να το κάνω να συγκινηθεί. Δε λειτουργεί σε άλλα χέρια, έτσι, είπα θα του δώσω το χρόνο που χρειάζεται μέχρι να ξεπεράσει το σοκ της απόρριψης και της απουσίας.

Αν, όμως, σε βλέπω συνεχώς μπροστά μου, πώς θα μπορέσω να σε ξεπεράσω; Τελικά, θέλω να σε ξεπεράσω ή θέλω να περάσω την υπόλοιπη μου ζωή να σε παρακαλώ να με χωρέσεις για λίγο στο πρόγραμμά σου;

Είμαι σίγουρη πια ότι εσένα δε σε νοιάζει. Με έπεισες. Μόνο εγώ πέθαινα να σε συναντήσω και τώρα μόνο εγώ κρύβομαι από σένα. Εσύ αδιαφορείς αν είμαι στη ζωή σου ή όχι. Δε σου κάνει καμία διαφορά πια. Η μορφή μου και τα λόγια μου δε σ’ αγγίζουν ούτε στο ελάχιστο. Κι άργησε τόσο πολύ ο εγκέφαλός μου να επεξεργαστεί αυτή την αλήθεια και να τη δεχθεί. Γιατί αυτή η αλήθεια για τον καθένα είναι σκληρή. Να τρέχει να κρυφτεί από κάποιον που κάποτε πέθαινε να δει.

Συντάκτης: Πράξια Αρέστη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη