Είναι πολύτιμες οι νύχτες. Δίνουν τη ψευδαίσθηση του μυστηρίου που τις κάνει ελκυστικές. Είναι πολύτιμοι και οι άνθρωποι που μοιράζονται τις νύχτες τους. Εκείνοι που παίρνουν το σκοτάδι τους και το φέρνουν στο δικό μας. Ένα σκοτάδι που γίνεται φως τις πρώτες πρωινές ώρες. Είναι πολύτιμοι εκείνοι οι άνθρωποι που επιλέγουν να χαρίσουν λίγο από το μυστήριό τους μεταξύ 12.00 και 6.00.

Ακόμη πιο πολύτιμοι όμως είναι εκείνοι που χαρίζοντας σκοτάδι και μυστήριο, χαρίζουν και τους εαυτούς τους. Τους κουβαλάνε στα σπίτια μας και τους αφήνουν εκτεθειμένους στα κρεβάτια μας. Τους αφήνουν να φτιάξουν όνειρα και επιθυμίες δίπλα μας, τις ώρες που βρίσκονται στα πιο ευάλωτά τους.

Και δεν τους νοιάζει που έχουν αφεθεί. Απλά είναι εκεί, ξαπλωμένοι και γαλήνιοι, τόσο σίγουροι για τους εαυτούς τους. Σίγουροι ότι βρίσκονται εκεί που πρέπει. Σίγουροι ότι είναι για μας. Ότι μας ανήκουν ακόμη κι όταν το μυαλό τους δεν είναι σε θέση να σκεφτεί. Ακόμη κι όταν κυριεύονται από τους μεγαλύτερούς τους φόβους και τα πιο ζωντανά τους πεθαμένα.

Είμαστε περίεργοι οι άνθρωποι. Μπορούμε να βρούμε ομορφιά στα πιο άσχημα πράγματα. Μπορούμε να βρούμε ασχήμια στα πιο όμορφα. Μπορούμε να εκτιμήσουμε τα ασήμαντα περισσότερο από τα σημαντικά. Μπορούμε να κατανοήσουμε τα πάντα με χίλιους διαφορετικούς τρόπους. Μπορούμε να χαζεύουμε θάλασσες και μάτια και κορμιά αφημένα στο αριστερό μέρος του κρεβατιού μας.

Αυτά τα αφημένα κορμιά πρέπει να τα εκτιμούμε. Πρέπει και μπορούμε. Όχι επειδή τα βρίσκουμε ξεχωριστά μες την ασχήμια τους ή ιδανικά μες την ομορφιά τους. Πρέπει να τα εκτιμούμε επειδή εκεί μέσα βρίσκεται αυτό που ερωτευτήκαμε. Αυτό που αφήνουμε να κοιμηθεί στον ώμο μας, αυτό που ανασαίνει όλη τη νύχτα δίπλα στο αυτί μας. Αυτό που μας ξεκλείδωσε όταν όλοι οι άλλοι μας φορούσαν τα λουκέτα τους και πετούσαν τα κλειδιά μακριά να μην τα βρούμε.

Αυτά τα αφημένα κορμιά είναι τόσο πολύτιμα όσο και οι νύχτες μας. Απλώνουν τη μαγεία τους τριγύρω και μας αφήνουν να τα μάθουμε βήμα-βήμα, εκατοστό-εκατοστό. Μας αφήνουν να εκτιμήσουμε τη γυαλάδα των ματιών τους στο φως απ’ το φεγγάρι που μπαίνει στο δωμάτιο πριν κοιμηθούν. Μας αφήνουν να εκτιμήσουμε την όψη τους στο ίδιο φως, όταν τους χαζεύουμε εν αγνοία τους.

Εκείνα τα αφημένα κορμιά, εκείνοι οι πολύτιμοι άνθρωποι, ξέρουν ότι δε θα πέσουν θύματα εκμετάλλευσης από κανέναν. Ξέρουν ότι η ειλικρίνειά τους θα μείνει στα δικά μας μάτια που κάθονται με τις ώρες στο διπλανό μαξιλάρι και παρατηρούν τη θέα. Εκείνη η ειλικρίνεια που βγαίνει από μέσα τους, με την ανάσα τους, με το παραμιλητό τους, με αυτό το απότομο τίναγμα στις 4.00 το ξημέρωμα.

Εμπνέουν εμπιστοσύνη αυτοί που μοιράζονται τις νύχτες τους. Που πραγματικά τις μοιράζονται. Σε ένα κρεβάτι, σε μια αγκαλιά, σε ένα μπλέξιμο χεριών ποδιών κάτω από τα σκεπάσματα. Σε ένα ειλικρινές κοίταγμα πριν αποκοιμηθούν, σε ένα κουλούριασμα πάνω μας επειδή κρυώνουν. Σε ένα ξύπνημα το χάραμα ίσα για να σιγουρευτούν ότι είμαστε εκεί, να μας δώσουν ένα φιλί και να κοιμηθούν πάλι ακόμη πιο κοντά μας.

Είναι σπάνια η εμπιστοσύνη. Είναι σπάνια η ειλικρίνεια. Είναι ακόμη πιο σπάνιο να μπορέσεις να αφεθείς δίπλα σε έναν άνθρωπο. Να αφεθείς ολοκληρωτικά. Να του επιτρέψεις να σε δει καθαρά όταν η μόνη υπόνοια φωτός είναι αυτή που μπαίνει απ’ έξω, που τρυπώνει κάτω από τις γρίλιες και πάει και πέφτει σε όλα τα σωστά σημεία. Ναι, εκείνα τα σημεία που εσύ θεωρείς άσχημα, εκείνοι οι πολύτιμοι θα τα βρουν πανέμορφα.

Θα τα χαζεύουν και θα τα αγαπούν γιατί ανήκουν σε σένα. Γιατί εσύ είσαι εσύ κι εκείνοι δε θα ‘θελαν να ήσουν κανένας άλλος.

Συντάκτης: Μαριάννα Συμεωνίδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά