«Για σένα θα ‘κανα τα πάντα». Άκρως τετριμμένες, σίγουρα μελό και αδιόρθωτα παρορμητικές λέξεις που ειπώνονται χωρίς μέτρο, άτοπα, άχρονα κι απροσδιόριστα. Κι αν αυτά τα «πάντα» είναι ικανά να μας βλάψουν; Αν γι’ αυτά τα «πάντα» ξεπεράσουμε τα όριά μας, ξεφύγουμε απ΄τους φραγμούς μας, ξεχάσουμε τη λογική μας, χάσουμε τον εαυτό μας ή πάψουμε ν’ αναγνωρίζουμε τον χαρακτήρα μας;

Και τι νόημα θα είχε αλλιώς -θα σκεφτείς; Αν δεν κάνεις και μια τρέλα παραπάνω όταν βρίσκεσαι στα ντουζένια του έρωτά σου. Αν δεν εκτεθείς, πώς θα εκφράσεις το γιγάντιο συναίσθημα που σε περιβάλλει με τόση μανία; Αν δεν παρεξηγηθείς που ξέχασες τα γενέθλια του καλύτερού σου φίλου, επειδή αφέθηκες να ονειροπολείς για ώρες σκεπτόμενος την έντονη παρουσία «εκείνου» που ξεχώρισες με τόση σιγουριά και όρισες ως ιδανικό σου ταίρι;

Κατά βάθος ξέρεις πως δεν είναι το ιδανικό σου ταίρι. Γιατί το ταίρι το ιδανικό δε θα σε έφερνε σε καμία δύσκολη θέση. Οι σχέσεις που κρατούν στον χρόνο δεν έχουν εντάσεις, προσέχουν τι λένε και πώς το λένε, αλλιώς δεν εξελίσσονται. Οι θυσίες γίνονται από κοινού, τα μάτια κοιτάζονται παράλληλα και τα χέρια ενώνονται συνειρμικά γιατί ψάχνονται ταυτόχρονα. Για την καψούρα κάνεις τα πάντα κι ούτε σε νοιάζει τι κάνει ως αντάλλαγμα για σένα.

Στέκεσαι με ένα κορμί που ζητά παράδοση, στερεύεις χωρίς την ανάσα της αναπνοής του, βουρκώνεις απ΄το απότομο λεξιλόγιό του, απαιτείς δικαιολογίες, δικάζεις όποιον τολμήσει να πάει κόντρα στο σκεπτικό σου, θυμώνεις σε όποιον τολμήσει να υποτιμήσει το συναίσθημά σου, τα βάζεις με όποιον τολμήσει να σε κρίνει για τις ακαταλόγιστες σκέψεις σου κι όποιος τολμάει να σε φανταστεί μακριά απ΄τον πόθο σου και να σου περιγράψει πόσο καλύτερα θα είναι χωρίς «εκείνον», τον διώχνεις από μπροστά σου. Απομακρύνεις όποιον τολμάει να σου πάει κόντρα, γιατί η τόλμη αυτή τη στιγμή είναι μόνο δικό σου προνόμιο.

Φτάνει που τόλμησες να ερωτευτείς. Αρκεί που τόλμησες να εκτεθείς. Νιώθεις ήδη θαρραλέος και ανεξάρτητος. Δεν άκουσες κανέναν, δεν πήρες στα σοβαρά καμία γνώμη. Αφέθηκες να το ζήσεις κι ούτε ρώτησες αν πρέπει. Δεν πρέπει. Και μέσα σου το ξέρεις. Και πολλές φορές μετανιώνεις. Αλλά δεν το λες πουθενά. Δε θα παραδεχτείς μπροστά τους πως έχουν δίκιο. Γνωρίζεις τις συνέπειες, μα σου είναι άχρηστη μια τέτοια γνώση. Σε παρακινεί κάτι που δεν μπορείς να ελέγξεις. Είναι πάνω απ΄τις δυνάμεις σου πιστεύεις και παράλληλα είναι το μόνο που σου δίνει δύναμη. 

Δε θες ν’ ακούς αλήθειες. Δε θες να σε ξυπνήσουν απ΄τον λήθαργο, δε θες να πάψεις να νιώθεις κι ας μην αντέχεις όσα νιώθεις. Αφήνεις τη φωτιά να σε κάψει ώστε να μη σε αγγίξει άλλος κανείς, κανένας ξένος που δεν είναι «εκείνος». Βουλιάζεις στον βυθό, ώστε να μην ακούς τι σου καταλογίζουν, να μην καταλαβαίνεις που σου μετρούν τα λάθη, να μη βλέπεις που σου υπαγορεύουν τις σωστές υποτίθεται κινήσεις σου.

Δε θες υποδείξεις. Και να ήθελες δηλαδή, η καψούρα δεν ξέρει από φρένο. Δεν καταλαβαίνει, δεν οριοθετεί τον πόθο. Άντε περιόρισέ την. Δε δέχεται προγραμματισμό, δε νοιάζεται για κανέναν άλλον παρά για τον έναν. Τον έναν που ξεχώρισες χωρίς να σκέφτεσαι καν αν είναι αμοιβαίο το συναίσθημα. Τι σε ενδιαφέρει άλλωστε, αφού ως δικαιολογία πάντα θα λες πως έχεις αρκετό συναίσθημα να καλύψει και τους δυο σας.  

Όταν ερωτεύεσαι τρελαίνεσαι. Ξεχνάς τι είσαι και γίνεσαι «εκείνος». Εκτίθεσαι κι ούτε νοιάζεσαι για συνέπειες, παραλογίζεσαι ευθαρσώς με ασυνέπεια παρεξηγήσιμη. Θες να τ’ αποκαλύψεις όλα. Να μιλάς ακατάπαυστα, να ξεφεύγεις αδιόρθωτα, να νιώθεις και να το φωνάζεις. Να ψιθυρίζεις το όνομά του, να τριγυρνάς στα στέκια του, να μαθαίνεις νέα του, να ξενυχτάς, να παραμένεις άυπνος επειδή δε σου φτάνουν οι ώρες κοντά του. Να τραγουδάς με τα ηχεία στο κόκκινο, να του αφιερώνεις κάθε στίχο, ν’ απλώνεις όλα τα ρούχα στο κρεβάτι μέχρι να βρεις το κατάλληλο για να εντυπωσιάσεις τα μάτια του και μόνο.

Τέτοια κάνεις υπό την επήρεια της καψούρας. Τέτοια κάνεις και δε διορθώνεσαι κιόλας. Δε μαζεύεσαι, να κάτσεις για λίγο στην ησυχία σου. Θα κατρακυλίσεις μέχρι να εξαντληθείς. Γιατί θα εξαντληθείς. Ο έρωτας έτσι όπως έρχεται, έτσι και φεύγει. Αφού περάσει και σαρώσει τα απωθημένα σου, αφού σε πάρει και σε σηκώσει, κι αφού σε γυρίσει μες τη δίνη του, θα έρθει η στιγμή που ο αέρας θα κοπάσει, η δύνη θα σταματήσει, και μες στη σβούρα που κινείσαι, έτσι απότομα θα πέσεις.

Δε θ’ ακουμπήσεις έδαφος, κατευθείαν θα βουτήξεις στη θάλασσα. Απ΄τον ουρανό θα πας στον βυθό, κι εκεί θα καταλάβεις τα αντίθετα. Εκεί θα συνειδητοποιήσεις τα όρια και τις αντοχές σου. Βγες στην επιφάνεια και μετά από όλα όσα έκανες για χατήρι της καψούρας σου, απευθύνσου στον εαυτό σου και ρώτησέ τον: «Για μένα, θα έκανες τα πάντα;» 

Συντάκτης: Μάιρα Τσιρίγκα