Η πιο τέλεια στιγμή! Οι δυο μας να χαζεύουμε την καθιερωμένη κυριακάτικη ταινία μας. Σταματάω να κοιτάω την οθόνη όσο μου αποσπάς την προσοχή με το γέλιο σου. Σ’ έχω ακούσει τόσες φορές να χαχανίζεις, μα είναι κάτι στιγμές, που έτσι απλά, συνειδητοποιώ πόσο σημαντικό είναι που σ’ έχω δίπλα μου να γελάς. Ξέρω πως όσο περισσότερο επαναλαμβάνεσαι μπροστά μου, τόσο καλύτερα σε μαθαίνω.

Μαθαίνω τα λόγια απ’ το ιταλικό τραγούδι που σου κόλλησε και πόσα βήματα σου παίρνει για να φτάσεις ως την πόρτα τραγουδώντας το. Άλλοτε βιάζεσαι, άλλοτε πισωγυρίζεις ίσα να με αποχαιρετήσεις μια φορά ακόμα. Ξέρω, θα χτυπήσει το τηλέφωνο αργότερα, γύρω στις 11:30, να δεις πώς τα πηγαίνω με τη δουλειά κι έτσι συνεχίζω με άλλη διάθεση τη μέρα μου. Περιμένω απλά πώς και πώς το Σαββατοκύριακο να το περάσουμε σαν μικρές διακοπές για δυο.

Να καθίσουμε μαζί στη βεράντα, να βουλιάζεις στην πολυθρόνα και να απλώνεις τα πόδια σου ευθεία στο τραπεζάκι –πρώτα το αριστερό, μετά το δεξί– κι εγώ ν’ απλώνω από πάνω τα δικά μου. Να μπλέκουμε τ’ άκρα μας λες και πλέκουμε σταυροβελονιά, με τη μαεστρία της οικειότητάς μας. Κι αν κάθομαι πολλές φορές απέναντί σου, είναι γιατί θέλω να παριστάνεις το τοπίο μου, να γίνεσαι η θέα μου, το ηλιοβασίλεμα, ο γλυκός πρωινός καφές μου, το λαχταριστό κρουασάν βουτύρου που θα μου προσφέρεις.

Σε κοιτάζω και ξεχνιέται κι ο ίδιος ο χρόνος. Αλλάζει το πρωί, γίνεται απόγευμα κι ούτε έχει σημασία πώς συνηθίζει να γεμίζει το φεγγάρι, φτάνει που υπάρχεις εσύ να γεμίζεις τη ζωή μου. Με το που αρχίζεις να γέρνεις το κεφάλι σου προς τα πίσω, λατρεύω να υπολογίζω στα πόσα δευτερόλεπτα θα αποκοιμηθείς στην καρέκλα. Κι όσο περισσότερο χαλαρώνεις, τόσο μου μεταφέρεις την ηρεμία σου κι ησυχάζω κι εγώ κάπου εκεί δίπλα.

Μα σ’ αγαπάω ακόμα περισσότερο κάθε φορά που παίζουμε με τον δικό μας τρόπο. Που κάνεις ότι γράφεις με το χέρι σου στην πλάτη μου αόρατα λόγια κι εγώ μαντεύω ένα-ένα εκείνα που μου χάραξες με την αφή σου. Σχηματίζω φράσεις ολόκληρες καθώς επεκτείνεις το χάδι σου σ’ όλο το κορμί μου. Θέλω να με αγγίζεις στα πλευρά, να γαργαλιέμαι, να μας βρίσκει το πρωί ξενυχτισμένους και για άλλη μία φορά να μη θέλουμε να ξεκολλήσουμε ο ένας απ’ τον άλλον.

Ευτυχώς που κοιμάσαι δίπλα μου και φροντίζεις πάντα να μου λες την πρώτη καλημέρα, γιατί από μόνο του το ξυπνητήρι δεν κατάφερε ποτέ να με ξυπνήσει. Προτιμώ να χουζουρέψω στο κρεβάτι απ’ τη μεριά σου, να βλέπω την όψη του δωματίου απ’ τη θέση που ζέσταινες όλο το βράδυ. Να σκεπάζομαι με το σεντόνι που τσαλάκωσες κι ας έχεις το συνήθειο να το πετάς στην άκρη χωρίς να σκεπάζεσαι ποτέ. Εμένα πάντα με σκεπάζεις. Το καταλαβαίνω, μη νομίζεις, κι ας κοιμάμαι βαθιά, ξέρω ότι ξυπνάς με την έννοια να μην κρυώσω.

Πώς να καταφέρω να πάρω το βλέμμα μου από πάνω σου καθώς ντύνεσαι το πρωί για τη δουλειά; Θα μπορούσα να κρατήσω τα βλέφαρά μου ανοιχτά κι ακούνητα σαν να τα ξεκουράζω, σταθεροποιώντας τα πάνω στην εικόνα σου να μην έφευγε ποτέ απ’ το χώρο. Μα στην αγκαλιά σου έχω φτιάξει το δικό μου δωμάτιο. Μόνο η μυρωδιά σου μπορεί να με συνεφέρει απ’ τα ασήμαντα του κόσμου. Κι όταν κουνώ τις βλεφαρίδες μου πάνω στο λαιμό σου, να ξέρεις είναι η πιο χαριτωμένη συνήθεια που είχα ποτέ μου.

Έτσι κι αλλιώς, πλέον είσαι η συνήθειά μου, η καθημερινότητά μου, θέλω τη σιγουριά σου, θέλω να ξέρω πως θα πάω στο σαλόνι και θα σε βρω να ψάχνεις το βιβλίο που θα διαβάσεις. Να μαγειρεύω και να έρχεσαι να μου αλλάζεις τη συνταγή, να κάνεις τα δικά σου κόλπα, να δημιουργούμε μαζί νέες γεύσεις, να δοκιμάζουμε ο ένας την μπουκιά του άλλου.

Ανυπομονώ να μοιραστούμε τα νέα μας, να σε περιμένω να γυρίσεις σπίτι, ν’ ακούω το αμάξι και να τρέχω ν’ ανάψω τα κεριά για να σε υποδεχτώ κατάλληλα. Να ξαπλώνω στην πλάτη σου κάνοντάς σε στρώμα και να σου δίνω να πιεις απ’ την κούπα μου για να μάθεις τα μυστικά μου.

Αφού το μόνο μυστικό που δε σου παραδέχτηκα μέχρι τώρα είναι πως δε με πειράζει και τόσο που αφήνεις το κάλυμμα ξέστρωτο, ούτε που σκουντουφλάω πάνω στις παντόφλες σου κάθε πρωί. Κι ας διπλώνω απ’ την αρχή τα στραβοδιπλωμένα μπλουζάκια σου κι ας αφήνεις με τον τρόπο σου ταραγμένο τον οπτικό ψυχαναγκασμό μου. Θέλω την αταξία σου γιατί μόνο έτσι ζωντανεύει ο χώρος.

Δε θα μπορούσα την απόλυτη τάξη τελικά, δε θα μπορούσα χωρίς εσένα.

Συντάκτης: Μάιρα Τσιρίγκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη