Αρρωσταίνει λένε.

Είναι δόλιος, ύπουλος, δεν ξέρεις ποτέ τις προθέσεις του. Είναι άγαρμπος και άκριτα αυθόρμητος, είναι αβέβαιος και εφήμερος. Είναι για λίγους, για τολμηρούς, γι αυτούς που θα τον αντέξουν.

Είναι το βέλος και το τόξο μαζί. Κι εσύ δεν είσαι παρά ένας ασήμαντος στόχος, εξαιρετικά αδύναμος κι ανήμπορος να τον αποφύγεις. Αυτός που με ταχύτητα έρχεται πάντα να σε συνταράξει, αλλάζοντάς σου σε μια και μόνο στιγμή, όλα όσα νόμιζες πως είχες με τάξη συναρμολογήσει.

Ο έρωτας.

Κι αν καμιά φορά καταφέρεις και τον δαμάσεις, τον τιθασεύεις με τα δικά σου κριτήρια και τον φορέσεις στο σώμα σου, τότε σιγά σιγά αρχίζει και ξεθωριάζει, καθώς ξέρει ότι έρχεται η ώρα να φύγει, γιατί δεν τον μέτρησες όπως ήθελε.

Γιατί ο έρωτας, αν τον συνηθίσεις, αλλάζει, αλλοιώνεται, μικραίνει και συρρικνώνεται, για να έρθει στη θέση του να μπει η πιο ενήλικη, ώριμη εκδοχή του, η αγάπη.

Και τότε εκείνος θρηνεί, γιατί δεν έχει μείνει τίποτα από όλη του τη μανία και όλα πια μοιάζουν τόσο με τάξη οργανωμένα, που δεν έχει θέση πια στη ζωή σου.

Θρηνεί και σπαράζει γιατί τον πλήγωσες και θέλει αλήθεια μεγάλο πείσμα να πληγώσεις μια δύναμη τόσο αέναη και συνεχή. Θέλει πίστη σταθερή ο έρωτας, όχι παροδικές λατρείες, κατάλληλες για την ιδιοσυγκρασία σου.

Κι όταν δεν τον λατρεύεις απερίσπαστα, όταν προσπαθείς να τον μετατρέψεις σε κάτι που δεν είναι, πληγώνεται που δεν πίστεψες στη δύναμή του.

Γιατί οι έρωτες που δεν κρατάνε, είναι εκείνοι που βιάστηκες εσύ να διώξεις, πλημμυρισμένος από φόβο πως δε θα ζήσουν όσο διαρκεί η επιθυμία σου γι’ αυτούς.

Οπότε τους προδίδεις στο όνομα της αγάπης, τρέχεις με βήματα ανοιχτά να τους σβήσεις, να τους κάνεις μόνιμους και κατανοητούς, να τους λούσεις με ανιδιοτέλεια και αλτρουισμό, να τους φιμώσεις με τη δικαιολογία πως είναι φλύαροι.

Μα τους σκοτώνεις, γιατί απλά φοβάσαι να τους ακούσεις.

Και ξέρεις ο ερωτευμένοι έχουν φωνή πιο δυνατή κι από την επανάσταση. Δεν αντέχουν φίμωτρα, δεν τη θέλουν μια ζωή με φωτιά που θα καίει χλιαρή. Αν δεν κάψει οργισμένη τα πάντα στο πέρασμά της, τη σβήνουν εκείνοι οι ίδιοι, χορεύοντας πάνω από τις στάχτες της.

Ο έρωτας δε θέλει συμπάθειες και τρυφερά χτυπήματα στον ώμο κι όταν του τα προσφέρεις αυτά προσβάλλεται, κρύβεται σε μια γωνιά πληγωμένος που δεν κατάλαβες τις ανάγκες του.

Μετά έρχεται η αγάπη περήφανη κι εγωπαθής, αφού έχει μάθει να είναι τόσο απόλυτα αγαπητή. Όλες οι λέξεις που φέρουν το δικό της όνομα, είναι γεμάτες με τις πιο όμορφες εικόνες, είναι εξ ορισμού το νόημα της ζωής, είναι λίγο πιο κάτω από την αναπνοή.

Του δείχνει χλευαστικά την πόρτα κι εκείνος αποχωρεί, γιατί ξέρει πως δε χωράει πουθενά, μέσα στην τόση θάλασσα.

Άλλωστε όση λύσσα και να έχει η φωτιά, δε νίκησε ποτέ κανέναν ωκεανό.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου