Φοβάσαι. Φοβάσαι το κλειστό φως κάθε φορά που μπαίνεις στο άδειο σου σπίτι μετά τα μεσάνυχτα. Γι’ αυτό και πάντα αφήνεις ένα φως ανοιχτό και λες στον εαυτό σου πως είναι γι’ ασφάλεια. Φοβάσαι τον πολύ κόσμο στις πορείες, τα συνθήματα που φωνάζονται με μένος και μανία και λες ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι για σένα. Θα κάτσεις σπίτι σου λοιπόν. Με το φως πάντα ανοιχτό. Ησυχία.

Φοβάσαι το μονοψήφιο αριθμό στην πιστωτική σου κάρτα. Μετράς και το ευρώ, γιατί τρέμεις μήπως το Σάββατο δε θα μπορέσεις να πάρεις γάλα και ψωμί ή την προσφορά του ένα συν ένα δώρο. Γι’ αυτό κάνεις μια δουλειά που σιχαίνεσαι, γι’ αυτό ανέχεσαι να σου φωνάζουν, να σε υποτιμούν, να σε κρατούν δέκα και δώδεκα ώρες κολλημένο σε ένα σημείο. Στο σημείο μηδέν σου. Όλα για να γίνει ο μονοψήφιος αριθμός διψήφιος. Για την τάξη. Για την ασφάλεια.

Φοβάσαι τι θα γίνει όταν γεράσεις πριν ακόμα γεράσεις, όταν είσαι 25 και δεν ξέρεις τι πάει να πει ρυτίδα. Τρέμεις τα ροζιασμένα δάχτυλα και τα κατεβασμένα μάτια, τι θα αφήσω λες, τι θα αφήσω στους επόμενους, ποιο θα είναι το δικό μου έργο. Κι αν δεν προλάβεις; Κι αν σε προλάβει ο χρόνος; Τρέμεις τη ζωή που τρέχει κι εύχεσαι να είχες λίγο ακόμη χρόνο, μια ακόμη παράταση. Κι αν σου δοθεί, τρέμεις μήπως και την καταστρέψεις. Δε θα κάνω τίποτα λες. Καλύτερα να εύχεσαι για κάτι που δεν έχεις, όταν δεν το έχεις. Αν όμως γίνει κανένα αστείο και το αποκτήσεις, τότε δε θα μπορείς να μοιρολατρείς. Δε θα έχεις άλλη δικαιολογία. Και το να μην έχεις δικαιολογία, είναι το πιο τρομακτικό άδειασμα που μπορεί να βρει τον εγωισμό σου.

Φοβάσαι που πριν το ένα βρίσκεται πάντα το μηδέν. Φοβάσαι τις ιδέες που δεν έμαθες, τα κρυφά κίνητρα, τις αγάπες από συμφέρον και πολύ περισσότερο τις πραγματικές αγάπες. Φοβάσαι τις γιορτές και τη μελαγχολία τους, το δείκτη της γαμημένης ζυγαριάς σου, το σημάδι πίσω στον ώμο σου που αναβάλλεις να ελέγξεις, φοβάσαι το άπειρο, το ξένο, το μικρό και το μεγάλο, το Θεό. Πόσο φοβάσαι το Θεό. Τρέμεις την τιμωρία που θα σε βρει, τα πάθη σου που δε θέλεις να ελέγξεις. Φοβάσαι. Φοβάσαι και να το πεις.

Κι εγώ φοβάμαι. Φοβάμαι ότι είμαι ένας γραφιάς της πλάκας με τάσεις μεγαλομανίας, φοβάμαι μήπως δεν καταφέρω τίποτα στη ζωή μου, τρέμω μήπως δεν κερδίσω ποτέ την αποδοχή των γονιών μου, μήπως κάθε επιλογή μου είναι ένα τεράστιο λάθος. Τρέμω τα σημεία που η θάλασσα έχει φύκια και σκουραίνει ο βυθός της, τρομοκρατούμαι να κοιμάμαι χωρίς το πάπλωμα να με καλύπτει ολόκληρη. Φοβάμαι μήπως εσύ που διαβάζεις τώρα κι εγώ μαζί σου, μείνουμε εδώ που είμαστε τώρα, περάσουμε και φύγουμε και δεν καταφέρουμε να εξηγήσουμε στα παιδιά μας γιατί είναι οκ να αγαπάς όποιον γουστάρεις, γιατί το χρώμα είναι απλώς μια πληροφορία για τα νεύρα των ματιών μας και τίποτα άλλο, γιατί ο Θεός δεν εφευρέθηκε για να τιμωρεί μα για να ελπίζουμε σε κάτι.

Δεν ξέρω γιατί είμαστε τόσο βαθιά ελαττωματικοί, γιατί είμαστε τόσο σπασμένοι και παρανοϊκοί. Δεν ξέρω γιατί συνεχίζουμε, γιατί αγαπάμε ή γιατί ξαναεμπιστευόμαστε. Ξέρω όμως ότι το δύο, είναι μετά το ένα και σίγουρα πιο μετά από το μηδέν. Ξέρω ότι αλλιώς είναι να κολυμπάς μόνος σου πάνω από ένα βυθό γεμάτο φύκια κι αλλιώς με παρέα. Ξέρω επίσης, ότι ο φόβος δε θα φύγει ποτέ. Ίσως όμως η λύση είναι να έρθει πιο κοντά. Τόσο που πια, τα χαλασμένα μας μάτια να μπορούν να δουν όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούν.

Πού ξέρεις, μπορεί και να μας μοιάζει.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου