Δυστυχώς δεν είναι για όλες τις σχέσεις πάντα ρόδινα τα πράγματα και μπορεί κάποιες να μην έχουν την πορεία που θα θέλαμε -πόσο μάλλον το happy ending που φανταζόμασταν. Η σχέση, εύθραυστη σαν το γυαλί, τσακίζεται κυριολεκτικά όταν υπάρχει κέρατο, με τους δύο να γίνονται εντελώς ξένοι, για να μην πω δύο άλλοι άνθρωποι -μιλώντας κυρίως για τον απατημένο.

Αναμφίβολα, αν φας κέρατο θίγεται ο εγωισμός σε τέτοιο σημείο που μπορεί να σ’ αλλάξει εσωτερικά και να βγάλεις προς τα έξω έναν άλλον εαυτό. Δημιουργείται μέσα σου η ανάγκη να νιώσεις ανώτερος έναντι της απόρριψης που βίωσες ή και βιώνεις ακόμη, για να πείσεις την καρδούλα σου ότι δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο γι’ αυτό που συνέβη. Ο κάθε άνθρωπος σαφώς αντιμετωπίζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο κάποιες καταστάσεις κι εδώ δεν κρίνεται αν αυτό είναι σωστό ή όχι, απλώς λέμε αλήθειες. Γι’ αυτό, θα πρέπει να πούμε ότι δε φταίει πάντοτε μόνο το τρίτο πρόσωπο αφού είναι πιθανόν να μη γνώριζε.

Παρ’ όλα αυτά, η οργή του απατημένου καταλήγει ως επί το πλείστον να αφορά στο τρίτο πρόσωπο. Το πιθανότερο είναι μάλιστα πως θα ψάξει να βρει τον κάθε δυνατό τρόπο για να το υποβιβάσει και να του ρίξει ευθύνες για το τι συνέβη, εξυμνώντας, στον αντίποδα τον εαυτό του. Υπάρχει, δηλαδή, μια περίεργη οργή προς εκείνο το άτομο, η οποία συνοδεύεται με το σύνδρομο ανωτερότητας κατά μια έννοια. Κι αυτό διότι, αυτός που υποφέρει θα περάσει αυτόματα σε μια διαδικασία υπέρ ανάλυσης κι αρνητισμού επί των πάντων.

Σ’ αυτήν τη διαδικασία ένα από τα στάδια είναι και το στάδιο του υποβιβασμού που αναφέραμε. Ίσως αυτό ν’ οφείλεται και στο γεγονός ότι ως απατημένος δε ζηλεύεις το ίδιο το άτομο αλλά το πόσο καλά περνάει στη νέα του σχέση, με τον άνθρωπο που αγάπησες -κι ένιωσες να σε προδίδει. Από τη μία, η διαδικασία αυτή του υποβιβασμού σε βοηθάει να νιώσεις ανώτερος και καλύτερος, ενώ από την άλλη σε κάνει να παραμερίζεις μ’ αυτόν τρόπο και επί της ουσίας οποιεσδήποτε σκέψεις περί τυχόν δικών σου σφαλμάτων στη σχέση ή προβλημάτων που προϋπήρχαν κι εσύ τα αγνοούσες.

Ο υποβιβασμός του τρίτου προσώπου είναι ένας τρόπος για να παρηγορήσεις προσωρινά τον εαυτό σου για όλο αυτό που σου συνέβη, για όλα αυτά που ένιωσες ή νιώθεις ακόμη. Τα κακά λόγια προς έναν τρίτο ίσως σ’ οδηγήσουν όμως σε αντίθετα αποτελέσματα. Όπως για παράδειγμα να καταλήγεις να συγκρίνεις τον εαυτό σου μ’ άλλους ανθρώπους, να φοβάσαι μια νέα σχέση ή να αντιμετωπίζεις προβλήματα να εμπιστευτείς γενικότερα. Αυτό δεν πρόκειται να σε ωφελήσει μακροπρόθεσμα, παρά μάλλον είναι ότι χειρότερο μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου. Άπαξ και μπεις στη διαδικασία να συγκρίνεις τον εαυτό σου με άλλο άτομο, χάνεις παντελώς ένα κομμάτι σου και γίνεσαι έρμαιο των καταστάσεων της ζωής σου. Όσο δύσκολο κι άδικο συνάμα να είναι αυτό που νιώθεις, πρέπει να σταθείς στα πόδια σου άμεσα. Γι΄αυτό είναι σημαντικό να μιλήσεις και με κάποιον ειδικό, σε κάποιον που θα σε βοηθήσει να μην πέσεις σε «παγίδες» και αυταπάτες του τύπου «είμαι πολύ καλύτερος. Προφανώς και δε βλέπεται, δε συγκρίνεται μαζί μου» ή ακόμα, «τι καλύτερο έχει από έμενα».

Η ιδέα ότι ο υποβιβασμός του τρίτου προσώπου θα σε κάνει να νιώσεις ανώτερος άνθρωπος και θα σε βοηθήσει να μην πέσεις στα χ@πια είναι ουτοπική, και μια προσωρινή διεργασία του εγκεφάλου που μάλλον αυτόματα ενεργοποιείται όταν βιώνει κάποιος τέτοιες καταστάσεις. Κανείς δε σου εγγυάται όμως ότι μια τέτοια συμπεριφορά θ’ ωφελήσει πράγματι την καρδούλα σου. Αυτή μονάχα ξέρει πώς θα το ξεπεράσεις ή θα το προσπεράσει και πίστεψε με, έχει αυτή τον τρόπο επουλώσει την πληγή χωρίς τέτοια παιχνίδια.

Συντάκτης: Χρυστάλλα Σωκράτους
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου