Κουράστηκα.

Κανονικά θα ‘πρεπε να σου γράψω μόνο αυτό και τίποτε άλλο αλλά δεν ξέρω αν η κατάσταση σου σου έχει αφήσει κάποιο ίχνος εγκεφαλικής λειτουργίας για να καταλάβεις τι εννοώ.

Τρία χρόνια τώρα κάνω υπομονή. Τρία χρόνια ακούω τα ίδια και τα ίδια. Λόγια του αέρα και υποσχέσεις των ανέμων.

Φτάνει, όμως. Δεν αντέχω άλλο.

Ξέρεις τι έχω κάνει τον τελευταίο χρόνο; Κρατάω σημειώσεις. Κάθε σου υπόσχεση, κάθε σου ψεύτικο δάκρυ, κάθε συγγνώμη και κάθε πολλά υποσχόμενο «δε θα το ξανακάνω» σου.

Δες ένα μικρό παράδειγμα.

24 Απριλίου 2014: «Συγγνώμη, αγάπη μου, ξέρω πόσο κακό σου κάνω. Συγγνώμη.»

16 Μαΐου: «Ήταν η τελευταία φορά που το ‘βαλα στο στόμα μου. Πίστεψε με, η τελευταία.»

1 Ιουλίου: «Μάτια μου, αύριο κιόλας θα πάμε σε κάποιο ειδικό να με βοηθήσει. Δεν ξέρω γιατί το κάνω.»

10 Οκτωβρίου: «Συγγνώμη. Δε θέλω να φύγεις.»

12 Ιανουαρίου: «Σκότωσε με, αν ξαναπιώ, σκότωσε με.»

Χθες: «Δε θα το ξανακάνω. Ήταν η τελευταία φορά. Συγγνώμη.»

Αυτό είναι ένα δείγμα ελάχιστο. Ξέρεις πόσα έχω παραλείψει; Αλλά φτάνει.

Εσύ έκανες κύριο του εαυτού σου το ποτό κι εγώ έχασα το δικό μου μαζί με ‘σένα. Αυτό με πονάει πολύ. Κάθε μέρα, κάθε ώρα μαζί με ‘σένα χάνομαι κι εγώ.

Εσύ ήσουν, και είσαι δηλαδή, ξοφλημένο χαρτί. Γιατί δεν έχεις γιατρειά κι αν αποκτήσεις, με τόσα που τράβηξα, δεν πρόκειται να την πιστέψω. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε ξαναπιστέψω.

Τι έφταιξε; Από πού άρχισε; Ναι, θυμάμαι ότι σου άρεσε το ποτό. Διασκέδαζες και το σήκωνες κι αν μεθούσες και κανένα βράδυ δεν σήμαινε και τίποτα. Κι εγώ έχω μεθύσει και το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων που γνωρίζω.

Ξέρω ότι σου έτυχαν και δυσκολίες αλλά αυτό δεν αποτελεί πια δικαιολογία για την κατάστασή σου. Όλοι περνάνε βάσανα αλλά δεν ξεφτιλίζονται με τέτοιο τρόπο.

Έχεις ιδέα πώς σε κοιτάει ο κόσμος; Μη μου πεις ότι δε δίνεις δεκάρα για το τι λέει ο ένας κι άλλος γιατί ο ένας κι άλλος είναι άτομα που πριν σε είχαν σε υπόληψη κι εκτίμηση.

Φυσικά μ’ αγαπάς. Κάθε φορά θυμάσαι πόσο μ’ αγαπάς αφού με ‘χεις κάνει κομμάτια.

Θεέ μου, μέχρι και τώρα που στα ‘γράφω απορώ ακόμη πώς μπορώ να σου μιλάω έτσι. Σε λάτρευα, σε θαύμαζα, σε κοιτούσα κι έλιωνα και τώρα με ανάγκασες να σε σιχαθώ, να μη με νοιάζεις.

Γιατί από χθες το βράδυ δε με νοιάζεις. Από την ώρα που είδα το χέρι σου να σηκώνεται έτοιμο να προσγειωθεί πάνω μου, έβαλα την οριστική τελεία. Και γιατί; Γιατί θυμήθηκες μέσα στη σούρα σου ότι κάποτε μαλώσαμε για το χρώμα του καναπέ.

Πίνεις και θυμάσαι. Θυμάσαι πάντα, βέβαια, τα λάθος πράγματα.

Φτάνει. Εγώ έχω ακόμη λίγη αξιοπρέπεια για να περισώσω τον εαυτό μου, εσύ την έχεις χάσει όλη.

Ευτυχώς που δεν ήρθε ποτέ το παιδί που λέγαμε πως θα κάνουμε. Μέσα στην ατυχία μου ήμουν κάπως τυχερή.

Το ποτό σε εξουσίασε, σε θόλωσε, σε διέλυσε, σε έκανε άλλον, κάποιον που δε γνωρίζω.

Χαμένα θα πάνε κι αυτά τα λόγια μου νομίζω. Αν έχεις λίγη ντροπή πάνω σου κάνε κάτι, σώσε κάτι. Μη σκορπάς κι άλλη δυστυχία γύρω σου.

Τους κορόιδευα όλους αυτούς που ανέχονταν τέτοιες καταστάσεις. Βαρέθηκα να κοροϊδεύω και τον ίδιο μου τον εαυτό.

Και μην ξανακούσω ότι δεν πίνεις κάθε μέρα και δεν είσαι αλκοολικός. Πίνεις και χάνεις τον έλεγχο κι εμένα αυτό μου αρκεί για να τα μαζέψω και να την κάνω.

Φρόντισε να συνέλθεις όσο είναι νωρίς. Προλαβαίνεις.

 

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου