Υπήρχε μία λίμνη. Πάντα υπάρχει μια λίμνη, μια θάλασσα ή έστω ένα ποτάμι. Στη δική μας περίπτωση λίμνη, διότι δεν υπήρχε διέξοδος από πουθενά. Το βλέπω τώρα απ’ το δορυφόρο του χθες. Υπήρχε μια βαρκούλα, η σχέση μας, και δυο κουπιά για τον καθένα μας. Στο δεξί κουπί οι πράξεις, στο αριστερό τα συναισθήματα. Έπρεπε να κάνουμε βαρκάδα μέσα στη λίμνη, τραβώντας κουπί διπλά-διπλά.

Υπήρξε χρόνος. Υπήρχα εγώ. Υπήρχες εσύ. Υπήρχαν πολλά και τελικά δεν υπήρξε τίποτα. Θα ‘θελα να ‘ταν όλα αλλιώς με ‘μας. Να μη μας οδηγούσε η ιστορία στο χωρισμό. Την αφήσαμε να μας οδηγήσει αντί να φτιάξουμε εμείς μια δική μας, αξέχαστη, ιστορία.

Θα ‘θελα να ‘χαμε μαζί ποιοτικό χρόνο, αφιερωμένο στο «εμείς», χρόνο αμιγώς δικό μας. Να, για παράδειγμα, τα ταξίδια μας. Ξεκλέβαμε κι οι δυο μας χρόνο απ’ τις υποχρεώσεις μας, να πάμε κάπου να αδειάσουμε το μυαλό μας. Να ζήσουμε τον έρωτά μας. Υπήρχε, όμως, και κάποιος τρίτος αναμεταξύ μας. Ο βραχνάς του σήμερα.

Θυμάμαι που έκλεβες στιγμές απ’ τον χρόνο μας, με την πρώτη ευκαιρία, για να ασχοληθείς με τα social media. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω γιατί ένας άνθρωπος που δηλώνει ερωτευμένος με κάποιον σπαταλάει στιγμές απ’ τον χρόνο του για να τις μοιράζεται σε έναν εικονικό κόσμο. Το αριστερό κουπί των συναισθημάτων έδειχνε δυνατό, γεμάτο ενέργεια και θέληση και το δεξί των πράξεων μία τραβούσε μπρος και μία πίσω. Κάναμε κύκλους και βρισκόμασταν συνεχώς στο ίδιο σημείο.

Θα ‘θελα να υπήρχε μια ισορροπία στο πάρε-δώσε. Τη μία ένιωθα να κερδίζω στο ζύγι και την άλλη να χάνω, κι εγώ κατά βάθος, σου το ‘χα πει, θέλω κάτι ισορροπημένο.

Θα ‘θελα να ακούς, να ήσουν ακροατής όταν το χρειαζόμουν, να έδειχνες ενδιαφέρον για οτιδήποτε έμπαινα στη διαδικασία να το βγάλω απ’ την ψυχή μου και να το δώσω σε σένα.

Θα ‘θελα να σου μιλάω, να μπορώ να σου μιλάω. Με άφηνες να δηλητηριάζω τη σχέση μας, κρατώντας μέσα μου κάτι που έγινε και με ενόχλησε. Με έκανες να φοβάμαι να μιλήσω, να σου πω τα παράπονά μου, να σου πω πώς ένιωσα με κάτι που έκανες και με πείραξε.

Θα ‘θελα, όταν προσπαθούσα να συζητήσω μαζί σου και να σου εξηγήσω, να έμπαινες έστω και μία μόνο φορά στη θέση μου. Κάτι που δεν έγινε ποτέ κι υπήρξαν στιγμές που έφτανα σε σημείο να σε τιμωρήσω πληρώνοντάς σε με το ίδιο νόμισμα. Πόσο παιδικό και ποσό λίγος άνθρωπος ένιωθα, όταν με ανάγκαζες να μπαίνω σε αυτή τη διαδικασία, διότι δεν καταλάβαινες με την κουβέντα.

Κάποτε η γιαγιά μου, η μακαρίτισσα, μου είπε ένα μυστικό. Μου είχε πει να μην κάνω ποτέ στον άλλον κάτι ή να μην του πω ποτέ μου κάτι που δε θα ‘θελα να το κάνει κι αυτός σε μένα. Στην περίπτωσή μας το μυστικό της επιτυχίας, όπως έλεγε η γιαγιά, δεν έπιασε τόπο, ούτε από σένα ούτε από μένα.

Είναι πολλά που θα μπορούσα να αναφέρω απόψε ως επιθυμίες μου για το πώς και τι θα ‘θελα να ήταν το μεταξύ μας. Το θέμα, όμως, είναι ότι σε ‘χω χάσει και με ‘χεις χάσει και δεν μπορώ να ξέρω τα δικά σου πολλά. Τι νόημα έχει, άλλωστε, ένας μονόλογος σε κάτι πεθαμένο; Θα ‘θελα μια φορά να ακούσω τι δεν έκανα εγώ για σένα, πού ήταν τα δικά μου λάθη. Κοιτώντας με κατάματα να μου πεις αυτό κι αυτό, έχοντας σκεφτεί τι μπορεί να με οδήγησε εκεί.

Έλεγες πως ήμουν το λουλούδι σου και πως θα με φροντίζεις, πως είμαι το πιο όμορφο λουλούδι που έχεις δει. Εγώ, όμως, δεν ήθελα να ‘μαι ένα λουλούδι. Τα λουλούδια είναι εφήμερα, όπως λέει κι ο γεωγράφος στον Μικρό Πρίγκιπα. Θα προτιμούσα να ‘μαι ένα δέντρο, ένα μπαομπάμπ, γεμάτο ζωή και να σε προστατεύω από κάτω μου.

Ήθελα, όντως, να ‘ναι αλλιώς, θα ‘θελα να ‘ναι κάτι σαν παραμύθι. Μήπως, τελικά, εκεί ήταν το πρόβλημά μας, ότι εγώ έβλεπα το μεταξύ μας σαν κάτι ιδεατό; Αυτό που έλεγες εσύ διαφορετικό, να ‘χουμε μια διαφορετικότητα από όλα τα αλλά ζευγάρια. Να, εγώ ήθελα να ‘μαι η προτεραιότητά σου κι εσύ δε μου είπες ποτέ σου τι ήθελες από εμένα. Όχι ότι δε σε είχα ρωτήσει. Σε είχα ρωτήσει φυσικά. Μου είχες απαντήσει όμως: «Να ζούμε το σήμερα, αύριο δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει ». Πάλι κάτι εφήμερο.

Ήθελα να ‘ναι αλλιώς ο έρωτάς μας, να μην είναι κτητικός, μα μην είναι υποκριτής. Θα ήθελα να αφήνει μια γεύση από ωραίες παιδικές αναμνήσεις, κάτι αγνό, όχι κάτι που αφήνει κηλίδες.

Φυσικά, τώρα που ‘μαστε χώρια, θα με κατηγορείς ή ακόμα και θα αδιαφορείς παντελώς για μένα. Απ’ τη μεριά μου δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω, ίσως τη μητέρα μου που δε μου διάβασε ποτέ της ένα παραμύθι και ψάχνω τόσο απεγνωσμένα να το ζήσω.

 

Συντάκτης: Βασιλική Μελισσουργού
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη