Ο χειμώνας μπήκε πλέον για τα καλά. Και ξέρεις τι σημαίνει αυτό, έτσι; Σημαίνει όλα αυτά τα ατελείωτα βράδια που κάθεσαι μπροστά απ’ το τζάκι, παρατηρείς τη φλόγα και γλείφεις ένα κουτάλι μερέντα, καθώς κάνεις χίλιες δυο σκέψεις, χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως σύνδεση ανάμεσα στη καθεμία από αυτές.

«Τι στραβό έχεις, πώς είναι η ζωή σου, τι δουλειά θα ήθελες να κάνεις πραγματικά, Χριστέ μου, πόσο σιχαίνεσαι το αφεντικό σου, γιατί είπες “όχι” στον Γιωργάκη στην πρώτη δημοτικού», όλα αυτά τα γεμάτα νόημα ερωτήματα. Μέχρι που τελειώνει η μερέντα και μένεις να ξύνεις τα τοιχώματα και να σκέφτεσαι πόσο γουρούνι είσαι.

Πιάνεις το κινητό τώρα στα χέρια σου κι αρχίζεις να σκαλίζεις φωτογραφίες απ’ το παρελθόν. Φωτογραφίες σου, φωτογραφίες από εκδρομές, φωτογραφίες από πάρτι, κάποιες ανούσιες λήψεις, φωτογραφίες που αναρωτιέσαι γιατί δεν έχεις διαγράψει ακόμα, χίλιες δυο φωτογραφίες. Χίλιες δυο στιγμές. Πόσοι άνθρωποι πέρασαν απ’ τη ζωή σου; Υποτιθέμενοι φίλοι, υποτιθέμενοι έρωτες, υποτιθέμενα ήταν εκεί. Υποτιθέμενα όλα…

Φοράς τα ακουστικά και βάζεις ένα κομμάτι να παίζει στο κινητό σου. Αυτόματα αρχίζει να παίζει ένα βίντεο κλιπ στο μυαλό σου. Εικόνες περνούν ασταμάτητα απ’ τα μάτια σου. Άλλες είναι όμορφες, άλλες είναι άσχημες, μα σίγουρα έχεις διαλέξει τις πιο έντονες για να γεμίσεις τα τρία και κάτι λεπτά του κομματιού. Τελειώνει το κομμάτι. Διάολε, τι τα σκαλίζεις; Κλείνεις τη μουσική όλο νεύρα. Σηκώνεσαι να πάρεις ένα ποτήρι νερό. Κι επιστρέφεις ξανά εκεί, μπροστά στη φωτιά.

Φωτιά. Πόσα μπορεί να εξαφανίσει η φωτιά; Πόσα μπορεί να κάνει στάχτη; Άραγε, αν θα μπορούσες να κάνεις κάποιες αναμνήσεις στάχτη, ποιες θα ήταν αυτές; Έλα τώρα, κάπου εκεί καταχωνιασμένη θα υπάρχει έστω και μία. Μόνο που την έχεις θάψει τόσο βαθιά που έχει εξαφανιστεί πριν καν προλάβεις να την κάνεις στάχτη.

Τι σημασία έχει; Ποιος σκάβει τέτοια ώρα; Απλώνεις τα χέρια σου στη φωτιά κι αμέσως τα νιώθεις να ζεσταίνονται. Όλο σου το σώμα ζεσταίνεται. Κι η ψυχή σου. Κι αυτή. Αυτό είναι. Ζεστή ψυχή και γεύση από σοκολάτα. Έτσι να ήταν κάθε στιγμή.

Κοιτάς το κινητό σου. Μηδέν μηνύματα. Κι αυτό μήνυμα είναι, που λένε. Δε βαριέσαι. Και στην τελική ποιος ήταν εδώ; Απλώνεις τα πόδια σου στο τζάκι και βγάζεις ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο. Τραβάς μια ρουφηξιά κι εκπνέοντας τους αδειάζεις όλους από μέσα σου. Τώρα πια κενό. Καμία σκέψη, απλά κοιτάς τα ξύλα να καίγονται.

Έλα. Σήκω. Πέρασε η ώρα. Πάμε για ύπνο, είναι αργά. Γενικά, είναι αργά. Κι έχεις τόσα βράδια να παλεύεις με δράκους. Προς το παρόν, σβήσε το φως και πάμε για ύπνο. Όλα τη νύχτα φαντάζουν πιο μεγάλα. Σαν τις σκιές στον τοίχο. Πάμε για ύπνο, μικρό μου. Έτσι, με την ψυχή ζεστή και με τα όνειρα γεμάτα σοκολάτα.

Συντάκτης: Ελπίδα-Μαρία Κουτσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη