Οι καλοί τρόποι κι η ευγένεια, αν μη τι άλλο, απαιτούν συστάσεις. Όταν συνοδεύεις ή συνοδεύεσαι και βρίσκεσαι με ανθρώπους που γνωρίζεις εσύ κι όχι ο άλλος, το σωστό είναι να τον συστήσεις με το όνομά του και με την ιδιότητά του. Όχι απαραίτητα με την ιδιότητα που έχει στη δική σου ζωή αλλά με κάποιον τρόπο που να δίνει ένα στίγμα για τον ίδιο. Αν κάποιοι κανόνες καλής συμπεριφοράς, απαιτούσαν να συστήσεις κάποιον μόνο ως προς τον ρόλο που διαδραματίζει στη δική σου τη ζωή, εκεί το πράγμα ίσως να μπερδευόταν, ιδίως αν έχει παίξει τόσους ρόλους που δε θα ήξερες ποιον να διαλέξεις.

Σπάνιο, αλλά όχι απίθανο, να έχει υπάρξει ένας τέτοιος άνθρωπος στη ζωή μας που σε βάθος χρόνου της γνωριμίας μας να έχει μεταμορφωθεί και να έχει πάρει έναν τίτλο κατά περίπτωση. Φίλοι, εραστές, μέντορες, σύζυγοι, συνεργάτες, συνάδελφοι. Μπορεί αυτούς τους ρόλους να τους έπαιξε παράλληλα, την ίδια χρονική στιγμή, αλλά και ξεχωριστά κι όλοι ν’ αναπτύχθηκαν ο καθένας στον δικό του χρόνο. Ερωτικές σχέσεις  ξεκίνησαν μέσα από φιλίες, που αναπτύχθηκαν κι άνθισαν και γίνανε συζυγικές κι αντίστροφα, ενώ παράλληλα στο πρόσωπο του άλλου είδαμε έναν γονιό ή αυτόν που μας ενέπνευσε να δημιουργήσουμε οικογένεια. Έναν συνεργάτη ή συνάδελφο που δουλέψαμε αρμονικά μαζί του και καταφέραμε ωραία πράγματα.  Ακόμα κι αν η συντροφική σχέση έπαψε να υφίσταται έμεινε το ανθρώπινο στοιχείο που ενώνει δύο υπάρξεις μεταξύ τους με άρρηκτο δεσμό, που ό,τι κι αν γίνει, όπως και να έρθουν τα πράγματα, δεν υπάρχει περίπτωση να πάψεις να θέλεις να υπάρχει στη ζωή σου. Είναι αυτός που σε ξέρει καλύτερα από τον καθένα, σ’ έχει αποδεχτεί ακριβώς όπως είσαι και βρίσκεται δίπλα σου όποτε τον χρειαστείς.

 

 

Μπορεί να αναρωτηθείς πως, γιατί εφόσον είναι ο ιδανικός άνθρωπος για εσένα, δεν είστε πια μαζί με την ιδιότητα των συντρόφων; Οι συνθήκες αλλάζουν, όπως και τα «θέλω» μας κι ως άνθρωποι λειτουργούμε άλλοτε με την καρδιά κι άλλοτε με το μυαλό. Υπάρχουν συναισθήματα που πηγάζουν από τον εγκέφαλο και συναισθήματα που προέρχονται κατευθείαν από κάπου βαθιά, στα έγκατα του ενστίκτου. Τις περισσότερες φορές έρχονται σε σύγκρουση όταν ο τόπος δημιουργίας τους δεν είναι κοινός. Πιο απλά, μπορεί να υπάρχει αγάπη, αλλά αυτό να μην είναι αρκετό για κάποιον που καθορίζει τον τρόπο ζωής του μέσα από την πρακτικότητα κι όχι ενεργώντας με οδηγό το συναίσθημά του.

Με αυτό τον τρόπο, οι άνθρωποι μπορεί να είναι αναγκασμένοι να χωρίζονται κι η ζωή ν’ αποκτά παράλληλη διεύθυνση. ‘Εχουν υπάρξει όμως παρουσίες στη ζωή μας που τις θεωρήσαμε απαραίτητες κι ικανές να παίξουν όλους τους ρόλους και που μαζί τους, υπήρξε ένας βαθύς ψυχικός δεσμός. Που μπορεί να διαλύσαμε τη σχέση αλλά κρατήσαμε τον άνθρωπο. Είναι αυτές που τους ζητήσαμε μια συμβουλή, που είπαμε το πρόβλημά μας χωρίς να χρειαστεί να μας κρίνουν, που ήταν εκεί για να μας ακούσουν, που μας πήραν μια αγκαλιά χωρίς απώτερο σκοπό όταν πραγματικά την είχαμε ανάγκη, εκεί που νιώθουμε ο εαυτός μας και μεγαλύτερη ασφάλεια.

Κάποιες φορές, χωρίς να το καταλαβαίνουμε γίνεται απόλυτα φυσικά και κάποιες άλλες, στην προσπάθειά μας να αποστασιοποιηθούμε αισθανόμαστε έναν πόνο, λες και κόβουμε ένα κομμάτι από την ψυχή μας. Αυτό είναι ένα σημάδι πως ό,τι και να γίνει δε θα καταφέρουμε να διαγράψουμε τη συγκεκριμένη ύπαρξη από τη ζωή μας. Όλα πηγάζουν από τον αμοιβαίο σεβασμό που έχουμε ο ένας για τον άλλο και την αποδοχή του ποιος πραγματικά είναι. Μέσα μας θα πρέπει να έχουμε ξεπεράσει την τάση μας για διεκδίκηση, τη ζήλια και συναισθήματα που δημιουργούν δονήσεις κι επηρεάζουν αρνητικά, ακόμα και τον ίδιο μας τον εαυτό. Διαχωρίζοντας το συναίσθημα από τη λογική, όσο αυτό είναι εφικτό, είναι προτιμότερο να δίνουμε μεγαλύτερη διάσταση στις σχέσεις μας σε ανθρώπινο επίπεδο και λιγότερο προσπαθώντας να τους βάλουμε μια ταμπέλα. Η «ταμπελοποίηση» από μόνη της κρύβει την παγίδα να πρέπει οπωσδήποτε να δώσουμε σχήμα ή ορισμό ακόμα και στον ίδιο τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας κι ως οντότητες, είμαστε ήδη πολύπλευροι- ακόμα κι αν δεν το ξέρουμε.

Είναι όμορφο να νοιαζόμαστε και να βρισκόμαστε κοντά σ’ αυτούς που μας έχουν και τους έχουμε ανάγκη, μετουσιώνοντας την αγάπη από ερωτική ή ό,τι άλλο, σ’ ένα συναίσθημα που βγαίνει αγνά κι ο σημαντικός της ρόλος είναι να βοηθήσει και να γιατρέψει. Να γίνει το στήριγμα που χρειαζόμαστε σε κάθε φάση της ζωής μας, όταν στις στιγμές που μπορεί να περνάμε, έχουμε την ανάγκη μιας φιγούρας ανάλογα με τη συνθήκη. Όσο κι αν οι ζωές μας αλλάζουν, όταν πραγματικά ενδιαφερόμαστε κι αισθανόμαστε, πάντα θα βρίσκουμε χρόνο γι’ αυτούς τους σημαντικούς άλλους της ζωής μας. Πάντα θα είμαστε εκεί κι αυτοί πάντα δίπλα μας, όχι σαν σχέσεις εξάρτησης ή χειριστικότητας, αλλά ως ένας δεσμός, μια σύνδεση που συνέβαινε πάντα, χωρίς προσπάθεια κι εξαναγκασμό, μα απολύτως φυσικά. Γιατί είναι υπέροχο όταν κάποιος χρειαστεί να σε συστήσει σε κάποιον, εκτός από τ’ όνομά σου, όταν θα φτάσει στην ιδιότητά σου να πει απλά «όλα μου».

Συντάκτης: Φρίντα Μανιάτη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου