Καυγάδες. Μικροί, μεγάλοι, σημαντικοί κι ασήμαντοι. Καυγάδες που σου αλλάζουν τη ζωή. Και πόσους δεν έχεις ξεκινήσει, και πόσους δεν έχεις απολαύσει μα και σε πόσους δεν έχεις υποχωρήσει. Γιατί όσο πείσμα κι αν έχεις μέσα στο ξερό κεφάλι σου, πού και πού καταλαβαίνεις πως χρειάζεται να κάνεις ένα βήμα πίσω και ν’ αφήσεις χώρο στον άλλον να κάνει ένα μπροστά, να έρθει πιο κοντά σου.

Είναι όμως κάποιες στιγμές που όσο κι αν εσύ ψάχνεις έναν τρόπο να τα βρείτε και να μην συνεχιστεί όλη αυτή η ταραχή, κάτι δε σε αφήνει. Είναι αυτό το κάτι που σου ανάβει τα λαμπάκια και σε κάνει να βράζεις απ’ τα νεύρα σου. Ναι, καλά κατάλαβες. Μιλάω για τη στιγμή που θα σε ειρωνευτεί.

Το καταλαβαίνεις όταν συμβαίνει. Είναι η στιγμή που τα χαρακτηριστικά του απέναντι προσώπου θα χαλαρώσουν, εκείνη η φλέβα που πετάγεται  στο λαιμό του κάθε φορά που φωνάζει θα χαθεί κι ένα χαμόγελο θα εμφανιστεί στα χείλη του. Οπότε μπορούμε να πούμε πως έχεις κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου για να προετοιμαστείς.

Το ξέρω πως είναι δύσκολο, αλήθεια. Διότι όσο και αν δεν το παραδεχόμαστε, όλοι μας μετά από ένα σημείο γουστάρουμε τον καβγά. Τον θέλουμε, τον ζητάμε. Πρέπει να εκτονωθούμε για να ηρεμήσουμε. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όταν κάποιος κατεβάζει τα ντεσιμπέλ κι αρχίζει να γελά έχοντας ένα βλέμμα απάθειας στα μάτια, μας ενοχλεί, μας τσιγκλάει κι αυτομάτως πεισμώνουμε και χρησιμοποιούμε διάφορα μέσα με σκοπό να συνεχιστεί η διαμάχη. 

Μέχρι πότε όμως; Πού θα σε οδηγήσει όλο αυτό; Εκείνη τη στιγμή δεν το σκέφτεσαι. Τίποτα δε σκέφτεσαι εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που θες είναι να είσαι νικητής αυτού του υποτιθέμενου διαγωνισμού, μα δεν το καταφέρνεις. Δεν το καταφέρνεις, διότι το μυαλό σου μπερδεύεται τόσο πολύ από την κόντρα της στιγμής που τα λόγια μόνο μπλεγμένα μπορούν να βγουν από τα χείλη σου.

Γι’ αυτό λοιπόν κλείσ’ το το ρημάδι! Μην ουρλιάξεις, μην σπάσεις πιάτα, μην πάρεις τα συμπράγκαλά σου και φύγεις. Χαλάρωσε, πάρε ανάσες όπως έμαθες εκείνο το 10ημερο που το έπαιζες φίτ και έκανες μαθήματα γιόγκα και μίλα αργά και συγκρατημένα.

Πίστεψέ με, θα είναι πισώπλατο χτύπημα. Οι ρόλοι θ’ αντιστραφούν, αφού η ειρωνεία, το χαρτί που κρατούσε για τελευταίο και καλύτερο, δεν έκανε δουλειά. Και οι άνθρωποι όταν μένουν χωρίς χαρτιά πανικοβάλλονται.

Αν επισκεφτείς μια αλάνα όπου παίζουν μικρά παιδιά ποδόσφαιρο, θα παρατηρήσεις πως μόλις μια ομάδα χάνει, έστω κι ένας από τους έντεκα θ’ αρχίσει να μιλά για αδικία, θα φωνάζει και θα χτυπάει πράγματα που βρίσκει γύρω του λες και αυτά φταίνε που δεν κατάφερε να κερδίσει. Η αντίδραση αυτή μας συνοδεύει σ’ όλα τα χρόνια της ζωής μας. Νιώθουμε ευάλωτοι όταν δεν μας έχει μείνει τίποτα να πούμε ή να κάνουμε για να αποφύγουμε την ήττα και δεδομένου του εγωισμού που μας καταλαμβάνει είναι σχεδόν αδύνατο να μην υποκύψουμε στην παράκρουση.

Τρέλανε τον απέναντι με την ηρεμία σου. Μείνε σιωπηλός, παρακολούθησέ τον να παραληρεί, κι όταν τελειώσει, χαμογέλα, πες καληνύχτα κι άφησέ τον κατακόκκινο και μπερδεμένο, ν’ αναρωτιέται πότε μεταλλάχθηκες σε Βούδα.

Συντάκτης: Ζωή Τεκέλογλου