«Γιατί μ’ αγαπάς;» σε ρώτησα.

Δε ξέρω ποιαν απάντηση περίμενα. Ή αν περίμενα κάτι να πεις. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και σε ρωτούσα. Περίεργη ερώτηση. Κάπως μου φαίνεται σαν να δηλώνει ανασφάλεια, μα και να κουβαλά μια γλυκάδα μαζί. Το ξανασκέφτηκα. Κοίταξα καλύτερα. Και ξαφνικά κατάλαβα πως δεν ήθελα να μάθω γιατί μ’ αγαπούσες, ήθελα να μάθω για πόσο ακόμη θα με αγαπάς. Αν θα πάψεις κάποια στιγμή.

Ο λόγος που σ’ έκανε να μ’ αγαπήσεις, θα μου φανέρωνε σίγουρα πόσο θα έμενες.

Γιατί υπάρχουν χιλιάδες λόγοι ν’ αγαπάμε κάποιον. Ίσως αγαπάμε γιατί αισθανόμαστε όμορφα, ίσως αγαπάμε γιατί έχουμε ανάγκη ν’ αγαπήσουμε. Ίσως πάλι ν’ αγαπάμε γιατί συνηθίσαμε. Ή μπορεί ν’ αγαπάμε με μια αγάπη αδελφική, στοργική, ζεστή, όμορφη. Με μια αγάπη που μοιάζει με δυο μεγάλα άσπρα φτερά, έτοιμα να προστατέψουν, έτοιμα να παλέψουν, έτοιμα να κρατήσουν.

Μπορεί ν’ αγαπάμε γιατί καιρό αναζητούσαμε κάποιον να τον ονομάσουμε «αγάπη μου», γιατί νιώθουμε μόνοι, γιατί θέλουμε τόσο να πιστέψουμε στα παραμύθια που εν τέλη αποφασίσαμε να χτίσουμε το δικό μας απ’ την αρχή. Ίσως και ν’ αγαπάμε αληθινά, βαθιά, ειλικρινά. Ίσως και να είμαστε από ‘κείνους που την έψαξαν μέσα τους την αγάπη, την έπλασαν, την έφτιαξαν, την αγκάλιασαν, την έκαναν αίσθημα δικό τους, ολοκληρωτικά δικό τους. Ίσως ν’ αγαπάμε γιατί όντως ξέρουμε πως ο απέναντι είναι, τελικά, ο άνθρωπός μας.

Μα ο πιο λάθος λόγος ν’ αγαπάμε, είναι για να αγαπηθούμε κι εμείς πίσω σε αντάλλαγμα. Κι είναι ο πιο λάθος, γιατί φανερώνει την αδυναμία μας, το λίγο μας. Η αγάπη δεν έρχεται για να κλείσει τα κενά μας, για να μας ολοκληρώσει ή για να μας τελειοποιήσει. Κι εμείς κάποτε της συμπεριφερόμαστε σαν να είναι αυτός ο μόνος της σκοπός. Της συμπεριφερόμαστε σαν να είναι μια απλή ανταλλαγή προϊόντων, δίνουμε πέντε και παίρνουμε έξι. Κερδισμένοι. Δίνουμε έξι και παίρνουμε δυο. Χαμένοι.

Οι αγάπες δεν είναι χρυσά νομίσματα να τα μετρήσουμε να δούμε αν μας βγαίνουν, ούτε δίνουμε για να πάρουμε κι εμείς μερικά έτσι για το γαμώτο. Την αγάπη τη νιώθουμε χωρίς να το θέλουμε, τη νιώθουμε γιατί έτσι. Γιατί ήρθε μια μέρα και μας χτύπησε την πόρτα κι εμείς της ανοίξαμε και την αφήσαμε να μπει. Την αγάπη τη διδασκόμαστε, τσακωνόμαστε μαζί της κάτι βράδια κρύα, την αγκαλιάζουμε στα νησιά τα καλοκαίρια, τη δίνουμε γιατί είναι τόση που δε χωράει μόνο μέσα στο δικό μας το κορμί, ξεφεύγει. Τη δίνουμε γιατί θέλουμε, γιατί γουστάρουμε, γιατί είναι το πιο αγνό συναίσθημα που μπορούμε να νιώσουμε.

Κι αν είμαστε τυχεροί, τότε η αγάπη που δίνουμε μας επιστρέφεται, όχι γιατί το αξίζουμε, όχι γιατί δώσαμε και άρα αυτό σημαίνει πως θα πάρουμε κι εμείς το μερίδιο που μας αναλογεί στη μαθηματική πράξη.  Μας επιστρέφεται γιατί, έτσι. Γιατί έτσι τα έφερε η ζωή μας. Γιατί αυτός που αγαπάμε, τυχαίνει να μας αγαπάει κι αυτός.

Κι αν αγαπάμε για ν’ αγαπηθούμε, τότε εκείνη η αγάπη θα μας σβήσει, η φωτιά της θα εξαφανιστεί, δε θα κρατήσει. Γιατί εκείνη η αγάπη είναι χτισμένη πάνω στην ανάγκη μας για αναγνώριση, πάνω στην ανάγκη μας να νιώσουμε πως κάποιος μας αγαπάει.

Στην ερώτηση, «γιατί μ’ αγαπάς», λοιπόν, ν’ απαντάς «γιατί γουστάρω, γιατί θέλω και γιατί μπορώ».

 

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου