Όταν η πόλη κοιμάται, υπάρχουν εκείνοι, οι ανυπότακτοι, που ζουν, κινούνται, αναπνέουν μέσα στο μαύρο φόντο με τα ασημένια άστρα. Μετρούν αναμνήσεις, πληγές, χαμόγελα και φτιάχνουν τη δική τους διαδρομή. Οι ήχοι της νύχτας, μουσικές μέσα στο σκοτάδι, έμπνευση για κάθε ψυχή που αναζητά την ουσία μέσα σε ώρες απέραντης ησυχίας.

Κάθεσαι στο μπαλκόνι σου κι ακούς. Κλείνεις τα μάτια σου κι απλά αφήνεις τη ψυχή σου να νιώσει, να αφουγκραστεί, να ρουφήξει καθετί που ακούγεται κι ολοένα απομακρύνεται. Ένα αυτοκίνητο που αναπτύσσει ταχύτητα, περνά και χάνεται, κι ο ήχος του μακραίνει, βαθαίνει μέχρι που χάνεται κι αυτός. Δεν ξέρεις πού πηγαίνει, δε θα μάθεις ποτέ. Μπορεί και το ίδιο να μην ξέρει πού πηγαίνει, να μην έχει προορισμό παρά μόνο λαχτάρα για ταξίδι. Σκυλιά γαβγίζουν με ένα αλλόκοτο γάβγισμα, ακούγονται σαν λύκοι αφημένοι σε βουνό, που ψάχνουν μονάχοι για το επόμενο θήραμά τους. Τα φύλλα θροΐζουν απ’ το ελαφρύ αεράκι. Μα δεν είναι μονάχα οι ήχοι, είναι οι μυρωδιές και τα συναισθήματα.

Η ατμόσφαιρα αλλάζει, μη μου πεις πως δεν το νιώθεις. Η νύχτα μαλακώνει το μέσα σου κι όλα είναι ή έστω μοιάζουν πια διαφορετικά. Το παιδί στον τρίτο που γυρνά αργά απ’ τη δουλειά κι ανοίγει το ψυγείο, η κοπέλα απέναντι που διαβάζει με το φωτάκι του γραφείου ανοιχτό. Ακόμη κι εκείνη σταματά πού και πού το διάβασμα και ρίχνει μια ματιά στο παράθυρο. Παίρνει ανάσα με τα μάτια κλειστά, βυθίζεται για λίγο στη μαγεία της νύχτας. Ύστερα, επιστρέφει στο διάβασμά της. Όλα τη νύχτα είναι αλλιώς. Να φταίει το φεγγάρι; Να φταίει η ανάγκη του ανθρώπου να κρυφτεί; Ό,τι κι αν είναι, τη νύχτα είναι καλύτερα.

Πόσοι άνθρωποι περιμένουν να πέσει το φως για να ξεκινήσουν τη μέρα τους; Όσο κάποιοι κοιμούνται, κάποιοι άλλοι ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά. Είναι εκείνοι που το φως της μέρας δεν αντέχει τα όνειρά τους ή τα όνειρά τους δεν αντέχουν το φως. Άνθρωποι διαφορετικοί κι άκρως μαγευτικοί. Σαν να έχουν κάτι από παραμύθι, μαζί με λίγη πραγματικότητα.

Εκείνος ο ταξιτζής που φίλησε τη γυναίκα του στο μέτωπο κι έφυγε για τη βραδινή του βάρδια. Η νοσοκόμα που χαρίζει το χαμόγελό της στον ασθενή που κοιτάζει τον ουρανό και προσεύχεται. Η μητέρα που ξαγρυπνά δίπλα στο παιδί, όχι επειδή έχει πυρετό αλλά απλά επειδή υπάρχει. Είναι εκεί στο κρεβάτι του κι εκείνη το χαζεύει σαν το μεγαλύτερο θαύμα ετούτου του κόσμου.

Η παρέα στο παγκάκι που κάθεται με τις ώρες και γελάει με ιστορίες από άλλες βραδιές σαν κι αυτή, με φεγγάρι, αστέρια και χαμόγελα. Ο νεαρός που ζωγραφίζει σε τοίχους και μας μαθαίνει πως η ομορφιά μπορεί να κρύβεται στους δρόμους κι η τέχνη να ‘ναι φτιαγμένη από σπρέι χωρίς υπογραφή κάποιου διάσημου ζωγράφου.

Ζευγάρια απολαμβάνουν στιγμές δικές τους, ολόδικές τους, που κανένα βλέμμα και κανένας ήλιος δε θα δει ποτέ. Όρκοι αγάπης ανάμεσα σε ξαναμμένα «σ’ αγαπώ» κι αγκαλιές που ίσως σβήσουν το πρωί, μα έζησαν τη νύχτα κι ό,τι ζει τη νύχτα είναι καταδικασμένο να ζει για πάντα.

Ο έρωτας, η αγάπη, η δύναμη, η προσμονή, το πάθος, η αγωνία, η λαχτάρα ζουν τις στιγμές που ο εγωισμός, η δειλία κι η μικροπρέπεια κοιμούνται. Κάνε ησυχία, πρόσεξε, θα τους ξυπνήσεις. Άσ’ τους ακόμα λίγο να ζήσουν, σε λίγο ξημερώνει.

Συντάκτης: Μαρία Αθανασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη