Ήταν μια μέρα απ’ αυτές που ξυπνώντας δεν ανοίγεις τα παντζούρια να μπει ο ήλιος στο σπίτι. Παραδομένος παλεύεις για λίγο με σκέψεις -σαν να σ’ ανάγκασαν να μένεις εκεί. Πνίγεσαι στα σκοτάδια που εσύ γέννησες. Το μεσημεράκι ίσως πάρεις την απόφαση να μάθεις τι καιρό κάνει σήμερα. Φοράς τα ρούχα που έχεις παρατημένα έξω απ’ την ντουλάπα και φεύγεις -έτσι αόριστα, χωρίς προορισμό. Εσύ προχωράς κι ο δρόμος όπου σε βγάλει.

Μέχρι που ο δρόμος έγινε ταξίδι που σε ξέβρασε σε μια παραλία. Εκεί όπου ένας ψαράς απογοητευμένος απ’ την ψαριά της μέρας τραβούσε τα δίχτυα του. Αγνάντευες τη θέα. Εκείνος κοντοστάθηκε να σε κοιτάξει κι εσύ –όπως συνήθισες να κάνεις– τρόμαξες. Έτσι έμαθε ο άνθρωπος∙ να φοβάται τον άνθρωπο. Να σκιάζεται με την ξένη φυσιογνωμία. Να σκέφτεται καχύποπτα πλάι στους συνανθρώπους του, να δοκιμάζει τη γνησιότητά τους και να απομακρύνεται άνευ λόγου κι αιτίας.

Γέρος όπως ήταν, είδε που έκανες να φύγεις και με βραχνή φωνή ξεστόμισε λόγια που ήχησαν περίεργα: «Μπορείς να με φοβάσαι αν θες, γιατί σου είμαι ξένος, τα λόγια των ανθρώπων, όμως, μη φοβάσαι να τα ακούς. Φαίνεται κάποιον αγαπάς εσύ. Άλλου να τον ψάξεις».

Για λίγο σάστισες. Τρικυμία στο μυαλό σου, πόσο εύκολα σε διάβασε. Γύρισες πίσω. «Σκέφτονται περίπλοκα οι νέοι» συμπλήρωσε. Συμφώνησες μέσα σου, μα στο πρόσωπό σου είχες ακόμα τρόμο -αυτή τη φορά από έκπληξη. Δε θα του απαντούσες, μα αυθόρμητα ξέφυγαν οι λέξεις: «Εσύ την αγαπάς τη θάλασσα;». Σήκωσε το κεφάλι του και κοιτώντας πια ο ένας τον άλλον στα μάτια, με ένα μειδίαμα στο πρόσωπο, με σιγουριά εκμυστηρεύτηκε πως δεν την αγαπά.

«Παιδί μου, η θάλασσα είναι σαν την ψυχή του ανθρώπου. Αναστατώνεται συχνά, άλλο τόσο ηρεμεί και κυρίως όταν μάθεις να την κοιτάς σε βάθος σε καθρεφτίζει». Τα λόγια του ξέφευγαν από μέσα του σαν απόρροια της ζωής του, και τις ρυτίδες του προσώπου του μπορούσε κανείς να τις μεταφράσει σαν βάσανα ταλαιπωρημένου ανθρώπου. Μα αυτός τους έδινε άλλη διάσταση μπερδεύοντάς τις με ρυτίδες έκφρασης, αφού μονίμως χαμογελούσε, συνεχίζοντας το μονόλογό του: «Η θάλασσα είναι σαν τον άνθρωπο που θαυμάζεις. Σε παιδεύει. Ξέρει να σε ηρεμεί, σε υποχρεώνει να τη λατρέψεις, μα όταν φουρτουνιάσει μόνο τη σέβεσαι. Άλλο δεν μπορείς να κάνεις». Με την αμηχανία να μην έχει αποχωρήσει ακόμα, ήθελες μόνο να ρωτήσεις: «Πώς γίνεται, λοιπόν, να μην την αγαπάς;».

Έγνεψε το κεφάλι του και γέλασε γεμάτος σιγουριά πως ξέρει παραπάνω από σένα -κι έτσι ήταν, αφού σου εξήγησε πως ο σεβασμός είναι πρώτα και πάνω απ’ την αγάπη. Ο σεβασμός στο πρόσωπο ενός ανθρώπου τρέφεται με το θαυμασμό και την ανθρωπιά. Αν ο άνθρωπός σου σε αφήνει ελεύθερο να ζεις, θαυμάζοντάς σε αντίστοιχα για τη δίκη σου αγνή ανθρωπιά, τότε σ’ αγαπά. Μα αρχικά σε σέβεται.

«Εσείς οι νέοι» είπε «γεμίζετε το μυαλό σας με φιλοδοξίες, μπερδεύετε την ειλικρίνεια με την αγένεια, ξεχνάτε να θαυμάσετε τα ωραία, δεν αγαπάτε τον εαυτό σας και χάνετε το σεβασμό προς την ίδια τη ζωή που σας χαρίστηκε. Δεν εκτιμάτε το συναίσθημά σας κι αφήνετε τους σημαντικούς σας άλλους να περνάνε βιαστικά απ’ τη ζωή σας, μην τυχόν και σας πάρουν το εγώ σας. Μα ποιο «εγώ»;» ολοκλήρωσε «ό,τι είμαστε χτίζεται μέσα στα «εμείς» που επιλέγουμε. Και θέλει κόπο».

«Μια θάλασσα κοιτούσα κι εγώ όταν την άφησα να φύγει απ’ τη ζωή μου. Το όνειρό μου να γίνω ψαράς. Ταπεινό όνειρο μα αρκετό για να με κάνει να πιστεύω πως δεν αξίζει να το παρατήσω για να κυνηγήσω μια γυναίκα. Δεν ήμουν πιο έξυπνος από σένα -το ίδιο φαιδρός νέος με σένα υπήρξα κι εγώ. Μα κάποιος μου ‘χε πει και μένα τότε να πάω άλλου να ψάξω, να αφήσω τη μοναχική ευκολία που είχα επιλέξει και να παλέψω με τις συγκυρίες. Τώρα έχω αυτή και με τη βοήθειά της έχω και τη θάλασσα, γιατί πρώτα τις σεβάστηκα, έπειτα τις διεκδίκησα και τώρα τις αγαπώ».

Αν εκείνη τη μέρα δεν είχες βγει απ’ το σπίτι σου δε θα ‘χες ακούσει αυτήν την ιστορία. Αν είχες φοβηθεί για ακόμα μια φορά μια ανθρώπινη παρουσία κι είχες τρέξει, τάχα, να προστατευτείς από ‘κει που δεν κινδυνεύεις, δε θα ‘χες έρθει σε επαφή με ό,τι μπορεί τελικά να σου δώσει ένας άνθρωπος -ας είναι και ξένος. Μάθαμε να προστατεύουμε τόσο πολύ τον εαυτό μας που κοντεύουμε να τον φυλακίσουμε.

Πάνω απ’ όλα, λοιπόν, είναι ο σεβασμός προς την ίδια τη φύση μας, κι αυτή θέλει τον άνθρωπο κοινωνικό ον. Έτσι μας προστατεύουμε. Η καχυποψία κι ο φόβος είναι, επίσης, χαραγμένα μέσα μας, μα όχι για να μας κατακλύσουν ολοκληρωτικά, απλώς για να μας προφυλάσσουν. Βέβαια, για να προφυλαχτούμε από κάτι πρέπει πρώτα να ζούμε μέσα σε κάτι.

Συντάκτης: Βαλεντίνα-Δέσποινα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη